Για το θεατρόφιλο κοινό είναι ένα έργο για το οποίο δεν χρειάζονται πιθανότατα άλλες συστάσεις εκτός του τίτλου. Οι «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, που πρωτανέβηκαν στο Παρίσι το 1947, υπόκεινται σε καινούργιες ερμηνείες και επανεκτιμήσεις. Αυτή την περίοδο ανεβαίνουν στο θέατρο Αποθήκη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, με τις Αμαλία Καβάλη και Αγγελική Παπαθεμελή στους ρόλους των υπηρετριών και την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου στον ρόλο της Κυρίας.

Γιώργος Σκεύας, σκηνοθέτης

«Κάθε λέξη είναι λυτρωτική και αιχμηρή για

τους χαρακτήρες»

Οι σχέσεις υποταγής και εξουσίας, η ψευδαίσθηση ως αντίσταση στην εξουσία είναι ο άξονας που γνωρίζουμε για το έργο του Ζενέ. Αυτό είναι και το ηθικό κέντρο στη δική σας παράσταση;

Η «ψευδαίσθηση» είναι μια ανοιχτή έννοια, σχεδόν επικίνδυνη θα έλεγα. Στην παράσταση δεν παύει ποτέ να δηλώνεται το «παιχνίδι», ακόμη και στην αρχή του έργου. Δηλώνεται ευθέως ότι και οι δύο είναι υπηρέτριες οι οποίες μπαίνουν καθημερινά σε ένα τελετουργικό παιχνίδι, σαν παιδιά που βυθίζονται σε έναν κόσμο από ανάγκη, επειδή αυτό τα καλεί η φύση τους να κάνουν. Οι λέξεις, ο λόγος, είναι το καταφύγιο για την αντίσταση απέναντι στην όποια εξουσία και κυριαρχία. Αλλά ο λόγος είναι επίσης το όργανο που χρησιμοποιεί η κυρία για να ασκήσει την εξουσία της. Και για τα τρία πρόσωπα, κάθε λέξη χωριστά, μέσα στο ψηφιδωτό της έκφρασης, είναι λυτρωτική και αιχμηρή, χωρίς ποτέ τα πρόσωπα να χάνουν τη συνειδητότητά τους.

Συνηθίζουμε να λέμε ότι οι χαρακτήρες των κλασικών έργων δεν είναι μονοδιάστατοι. Ποιες αντιφάσεις εντοπίζετε στα πρόσωπα αυτού του έργου;

Και οι δύο δούλες, οι δύο υπηρέτριες, αλλά και η κυρία τους, χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις. Από τη μια υπάρχει μια σχέση εξάρτησης κι από την άλλη μια σχέση απώθησης. Οι δεσμοί μεταξύ των τριών χαρακτήρων του έργου σε κάθε περίπτωση είναι άρρηκτοι, και αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό δίνει πολλαπλές διαστάσεις στη συμπεριφορά και τη λειτουργία των προσώπων.

Τι αντίκτυπο μπορεί να έχει στην εποχή μας η διερεύνηση των σχέσεων που θέτει το έργο;

Οι σχέσεις και οι καταστάσεις που περιγράφονται στο έργο μπορούν να έχουν αντίκτυπο υπό την έννοια ότι είναι άμεσα αναγνωρίσιμες και αντιληπτές στην εποχή μας και θα εξακολουθήσουν, θεωρώ, να είναι και στο μέλλον. Η διερεύνηση αυτού του είδους των σχέσεων που θέτει το έργο και κατ’ επέκταση η παράσταση του έργου δημιουργεί έναν καθρέφτη όπου ο καθένας μας καλείται να κοιτάξει και ίσως να δει κάποια πλευρά του εαυτού του.

Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, ηθοποιός

«Η «Κυρία» του έργου είναι

μια υπόδουλη πολυτελείας»

Τι πιστεύετε ότι γοητεύει ακόμη τους θεατρόφιλους σε αυτό το κλασικό έργο;

Μιλώντας με θεατές, φίλους και θεατρόφιλους που με προσέγγισαν μετά την παράσταση σκέπτομαι ότι είναι η εκλεπτυσμένη θεατρικότητα του Ζενέ, η μεταμφίεση της Δούλας σε «Κυρία» ως τελετουργικό μεταρσίωσης. Αλλά και παιχνιδιού των παιδικών χρόνων όλων μας. Ο υπαινιγμός ερωτισμού ανάμεσα στις Δούλες και προς την Κυρία τους. Το σασπένς σε σχέση με το σχέδιο εξόντωσης της Κυρίας που όλο αναβάλλεται. Η μαγική ανατροπή στο τέλος. Το «παίζω ότι είμαι αυτό που ποθώ να είμαι αλλά δεν είμαι» κινητοποιεί έναν μηχανισμό ποιητικής φαντασίας και φαντασιώσεων και στους θεατές. Προσωπικά γοητεύομαι από την τέχνη της γλώσσας του Ζαν Ζενέ και ως θεατής και ως ηθοποιός. Οπως και από την ευθραυστότητα και των τριών προσώπων. Η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη μας παραδίδει φράσεις που έχουν σώμα και ψυχή.

Η Κυρία είναι και αυτή «φυλακισμένη» στη σχέση με τον Κύριο; Είναι το «τρόπαιό» του, χωρίς άλλες δικές της δυνατότητες;

Η Κυρία δεν είναι σύζυγος αλλά σύντροφος, ερωμένη πολλών ετών του Κυρίου. Είναι καλλιεργημένη, με κοινωνικές δεξιότητες και γνωριμίες στην υψηλή κοινωνία. Πίστευε, όπως λέει, πως ήταν πολύ καλά προστατευμένη από τη ζωή, από την αφοσίωση των δύο αδελφών που την υπηρετούν και από τον Κύριο. Τώρα αισθάνεται μόνη και μετέωρη! Ο Κύριος μπήκε στη φυλακή για οικονομικές ατασθαλίες και υποψιάζεται ότι οι δύο υπηρέτριες ευθύνονται για την καταγγελία. Είναι γυναίκα-τρόπαιο, φυλακισμένη σέ σχέσεις εξάρτησης. Είναι η Κυρία του Κυρίου! Δίχως αυτόν διαλύεται το οικοδόμημα της ζωής της. Αισθάνεται προδομένη. Είναι υπόδουλη πολυτελείας! Είναι επιτήδεια κοινωνικά αλλά ζει τώρα «το λυκόφως μιας ωραίας!» όπως μου αρέσει να ονομάζω τον ρόλο μου χαριτολογώντας. Αυτό όμως κινητοποιεί την εξυπνάδα της, της προσδίδει ευθραυστότητα, τραγικότητα αλλά και ελαφράδα!

Τι κρατάτε ως κεντρική ιδέα από την οποία μπορεί να ξεκινήσει μια ξεχωριστή συζήτηση για ένα άλλο έργο;

Υπάρχουν φράσεις στο έργο όπου αισθάνομαι τη βαθιά σχέση της Κυρίας με τις Δούλες της. Η Κυρία αναρωτιέται «αν η Σολάνζ την περιφρονεί τόσο ώστε να της αρνείται κάθε λεπτότητα»! Παραπονείται ότι «η καλοσύνη πού της δείχνουν η Κλερ και η Σολάνζ, χρόνια τώρα, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει αληθινή στοργή». Αναρωτιέται «αν ήταν πολύ δυστυχισμένες κοντά της». Τους λέει ότι «είναι σχεδόν κόρες της και ότι η ζωή της μαζί τους θα είναι λιγότερο καταθλιπτική, ότι θα πάνε μαζί στην εξοχή και ότι αργότερα θα τους αφήσει ό,τι έχει». Αυτή η αλληλεξάρτηση Κυρίας και Υπηρετριών, η αμοιβαία αγάπη και απέχθεια που τις συνδέει με συνδέει με τις Κυρίες στα έργα του Τσέχοφ.  Με την υπό κατάρρευση οικογένεια στον «Βυσσινόκηπο» και τη σχέση της με το υπηρετικό προσωπικό.