Οτραγουδιστής Γιάννης Κούτρας έχει ταυτιστεί και έχει συμβάλει σε δύο οριακά έργα της ελληνικής δισκογραφίας, σε μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου: τη «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ» και τον «Σταυρό του Νότου». Στις αποσκευές του όμως, μιας 45χρονης διαδρομής, έχει και άλλες συμπράξεις όπως με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Λοΐζο και τον Λεοντή. Ιδιοσυγκρασιακός αλλά και με καταπληκτικό φωνητικό έλεγχο, ο Κούτρας διήνυσε τους νεότερους κύκλους του ελληνικού τραγουδιού, από τις μπουάτ και τις πολιτικές συναυλίες μέχρι την πιο μοναχική του πορεία, σε ένα μπες – βγες στις ζωντανές εμφανίσεις αλλά και με μια προσήλωση και ένα ήθος που κουβαλούν οι ερμηνευτές που έχουν ζυμωθεί με τους συνθέτες – να μια ειδοποιός διαφορά με τους τραγουδιστές που απλώς συλλέγουν κομμάτια. Γλαφυρός, πικρός, ευαίσθητος, ο Κούτρας μάς αφηγείται την πορεία του, ή στιγμές της σωστότερα, και μας αναλύει τις θέσεις του για το σημερινό πολιτισμικό τοπίο.

Από πότε έχετε να δουλέψετε; Το καλοκαίρι κάνατε παραστάσεις;

Ηταν κομμένα τα πάντα. Δεν υπήρχε τίποτε. Κάναμε στο άνοιγμα κάποιες, αρχές Ιανουαρίου μέχρι τέλη Φλεβάρη, παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα. Μετά ήλθε το lockdown, προλάβαμε και κάναμε άλλες τρεις – σε Αιδηψό, Καισαριανή (οι δύο πατρίδες μου) και μία στον Κολωνό. Από ‘κεί και πέρα ο Θεός βοηθός.

Η καθημερινότητά σας τώρα;

Θα σου πω. Ξεκίνησα ως πολύ τυχερός, στη ζωή μου και στην καριέρα μου ή όπως λέγεται αυτό, γιατί δεν ήξερα ούτε καρφί να βάλω – μόνο τραγούδι. Ο πρώτος που με βρήκε ήταν ο Λοΐζος στην Πλάκα, μετά ο Θάνος. Κάναμε μαζί συναυλίες. Ο Μάνος ήταν πολύ σημαντικός για την ελληνική μουσική.

Ολοι στέκονται στη συνεργασία σας με τον Θάνο, αλλά και πριν από εκείνον έχετε ενδιαφέρουσα σελίδα.

Ναι.

Ησασταν στις μπουάτ;

Τραγουδούσα Θεοδωράκη, αντάρτικα, στην Πλάκα. Ηταν πολλά τα μαγαζιά που άνθησαν τότε, κι εγώ προσπαθούσα να βρω τα πατήματά μου. Είχα μόλις έλθει από τη γενέτειρά μου, την Αιδηψό, έκανα πρωινές δουλειές, είχα γραφτεί στο Ωδείο, εκεί μετά τον Μάνο με βρήκε ο Θάνος και με κάλεσε σπίτι του, και έτσι μου πρότεινε Καββαδία που τότε δεν είχε πάρει τη μορφή του δίσκου, ήταν μερικά κομμάτια για ένα σίριαλ του Τάσου Ψαρρά με τίτλο «Πορεία 090» στην ΥΕΝΕΔ.

Με τον Λοΐζο πώς βρίσκεστε;

Εγώ έκανα τότε συναυλίες με τον Λεοντή και σε μπουάτ. Ο Χρήστος ήταν κολλητός με τον Μάνο. Ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι του Λεοντή. Κάποια στιγμή ο Μάνος μού πρότεινε συναυλίες, μετά χαράς, του λέω. Συνεργαστήκαμε έτσι. Εγώ όμως γνωρίστηκα με τον Θάνο. Είχε έλθει ο Θάνος στην μπουάτ όπου ήμουν και γνωριστήκαμε. Λέγαμε αντιστασιακά τραγούδια. Να σου πω πως εκεί είχε έλθει και ο Μίκης Θεοδωράκης.

Με τον οποίο επίσης συμπράξατε…

Βέβαια. Μετά κάναμε «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», μια επανάληψη της παλιάς παράστασης με Περγιάλη, Ζαφειρίου. Και ήμασταν εγώ, ο Νταλάρας, η Ζορμπαλά. Στο θέατρο Αθήναιον. Τον ίδιο χρόνο έκανα πρόβες με τον Χατζιδάκι για συναυλίες ταυτόχρονα και για δύο έργα που δεν γίνανε τελικά. Κάναμε κάποιες συναυλίες μαζί όμως. Πάμε τώρα στον Λοΐζο. Ο Μάνος ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος, του έπαιζα τα τραγούδια του με κιθάρα, πηγαίναμε σπίτι του. Πίναμε καφέ, τα λέγαμε, ήταν άμεσος, γλυκός και με χιούμορ. Εχει μείνει για πάντα στη μνήμη μου ζωηρά, με έντονα χρώματα. Ηταν Αιγυπτιώτης, είχε μάθει βιολί, ήξερε γλώσσες, οι Ελληνες του εξωτερικού είναι σπουδαιότεροι από εμάς, ήξερε την ελληνική μουσική, πιάνο, έκανε σπουδαίες μελωδίες. Και για μένα ήταν το πρώτο φως στη ζωή μου.

Ακολουθεί ο Θάνος Μικρούτσικος.

Ακολούθησε ο ογκόλιθος Θάνος, ένας από τους καλύτερους. Μου πρότεινε τον Μπρεχτ, εγώ ένα χωριατόπουλο, δεν ήξερα πολιτική οικονομία και τέτοια που έλεγε ο ποιητής. Εντάξει, το «αυτοί που βρίσκονται ψηλά θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαΐ» το καταλάβαινα. Αλλά και σύνθεση του Θάνου, με τρομπόνια, τρομπέτες, κλαρινέτα και αφηγητές (ο σκηνοθέτης Γιάννης Μαργαρίτης και η Νατάσα Ζούκα)…

Πρωτοποριακό σίγουρα.

Είχε επιθυμία ο Θάνος να βγάλει φρέσκο πρόσωπο. Ηθελε να προβάλει ένα νέο πράγμα. Αυτοί οι δίσκοι, τότε, πουλούσαν πάνω από 20.000, δεν μιλώ για τον Καββαδία που έχει φτάσει εκατομμύρια. Ο Θάνος για μένα, γιατί αυτό είναι ουσιαστικό να σου εξομολογηθώ, ήταν πολύ γενναιόδωρος, είχαμε τις διαφωνίες μας, αλλά στο τέλος τα βρίσκαμε, κάναμε καντάδες στις κοπέλες μας, μέχρι να παντρευτεί τη δεύτερη γυναίκα του, την υπέροχη Ειρήνη Ιγγλέση.

Πώς ήταν η εποχή όταν κάνατε το έργο «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ»;

Εντονα πολιτικοποιημένη. Πρώτη παράσταση στον Υμηττό και αφηγητής ήταν ο Γιώργος Κιμούλης, νέος τότε, προσωπικός φίλος του Θάνου. Το «Αννα, μην κλαις» το είπα με τη Μελίνα Μερκούρη, έναν χρόνο μετά, στο θέατρο Μπρόντγουεϊ, σε παράσταση του Ζυλ Ντασσέν που λεγόταν «80 χρόνια Μπρεχτ». Μια παράσταση με τους Κατράκη, Φέρτη, Καλαβρούζο, Βαλάση. Δεν ήξερα πού να βάλω τα χέρια μου. Είχα μάθει να τα βάζω σε κιθάρα. Τέτοια αμηχανία! Επεσα στα βαθιά, αλλά ήμουν τυχερός. Μέχρι το ’81 πήγαινα στου Φλόκα και ήταν εκεί ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης, ο Κουν, ο Τσαρούχης, άκουγα και ρουφούσα σαν σφουγγάρι. Ιερά τέρατα, πλούτος για μένα. Τα σημερινά παιδιά δεν έχουν αυτή την τύχη. Και το βράδυ στον Μαγεμένο Αυλό καθόμασταν να ακούμε τον Μάνο σαν να κάνει διάλεξη. Ορμητήριο σπάνιο αυτό. Και με τον Σαββόπουλο συνεργάστηκα μετά στους «Αχαρνής», όπου έγινε παρεξήγηση με τον Θάνο, όταν εγώ πήγα χωρίς να έχω γνώση, ήμουν ένα αφελές παιδί και δεν ήξερα να διαχειριστώ τα γενόμενα. Επαιξα και στον «Πλούτο», σε μουσική Νιόνιου. Κορυφαίος εγώ και από την άλλη η Μαρία Δημητριάδη, με το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι. Μετά κάναμε ξανά ριμέικ τους «Αχαρνής», με Κατσιμίχα, Μπουλά, Παπάζογλου. Τα έκανα όλα αυτά σε μικρό διάστημα, δεν ήξερα όμως να διαχειρίζομαι την πραγματικότητά μου κι έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη τότε. Και ύστερα από χρόνια, πρόσφατα, πέρασα μεγάλο πρόβλημα υγείας, παράλληλα με τον Θάνο.

Κλινικά, τότε, αντιμετωπίσατε την κατάθλιψη;

Ναι, είχα μανιοκατάθλιψη. Επαιρνα φάρμακα για να ισορροπήσω. Για να έχω συναίσθημα σε ευθεία γραμμή και να μην έχω λούπες. Δηλαδή να μην είμαι τη μια μέρα στους 12 ουρανούς και την άλλη να μην έχω δύναμη να σηκωθώ από το κρεβάτι. Αυτό είχε ως επακόλουθο να μη διαχειριστώ τα οικονομικά μου. Ζω σήμερα σε ένα μικρό σπίτι στην Καλλιθέα, έκανα ένα μικρό σπίτι στην Αιδηψό, τίποτε άλλο. Με τις αλητείες που έκανα, αυτό που μου αναλογεί είναι ένα ησυχαστήριο. Είμαι ανοχύρωτος και ό,τι έκανα το απόλαυσα στον ενεστώτα μου.

Εχετε απουσιάσει πάντως απ’ το τραγούδι, αυτή την εντύπωση έχω.

Στην πραγματικότητα πάντα δούλευα. Σε κλαμπάκια έλεγα αγγλόφωνα, στον Σταυρό του Νότου, σιγά σιγά δούλευα, δεν έπαιρνα μεροκάματο, κρατούσαν κάτι λίγο. Δεν ήμουν καλός ποτέ στη διαχείριση του χρήματος. Ισως δεν μου το μάθανε οι δικοί μου. 43 χρόνια στη δουλειά, συνεργάστηκα με τους καλύτερους, δεν ήξερα να διαπραγματευτώ, εκτός του Θάνου και του Χατζιδάκι. Ο Μάνος μια φορά μού έδωσε για τρεις συναυλίες 150.000 δραχμές. Μάλλον λάθος έκανες, του είχα πει. Οχι, δικά σου είναι, σου αξίζουν, μου απάντησε. Οι σπουδαίοι ήταν ο Θάνος και ο Χατζιδάκις. Στις προσευχές μου τους έχω. Γαλαντόμος, χιουμορίστας, με σωστά ελληνικά, αυτοσαρκαζόταν. Ο Μάνος περιείχε όλο το νόημα της ζωής. Αυτά που σου λέω είναι ένα κομμάτι της πορείας μου.

Πάμε λίγο στον Καββαδία και τον «Σταυρό του Νότου». Χρωστάμε και σ’ εσάς αυτό τον δίσκο.

Μου έστειλε ο Θάνος ένα γράμμα από το νοσοκομείο. «Γίνε ξανά ο γίγαντας που ήσουν το ’77 και εγώ θα πανηγυρίζω», μου έγραψε. «Εγώ είμαι 1,60 μ. και ο καρκίνος 3 μέτρα, κι όμως τον σπρώχνω προς τα έξω», συμπλήρωνε. Μου έγραψε επίσης ότι κάναμε δύο οριακά έργα, τον Μπρεχτ και τον Καββαδία, «αυτά τα οφείλω και σε σένα». Για μένα η επιτυχία ήταν του Θάνου και ο σπουδαίος λόγος του Καββαδία. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τη ναυτική ορολογία, αν και ποτέ δεν σταμάτησα να λέω τα τραγούδια αυτά. Θέλω να πω ότι ζυμώθηκα με αυτά τα πράγματα και αναγνωρίζω και ευχαριστώ αυτούς τους ανθρώπους που με εμπιστεύθηκαν.

Πείτε μας λίγο το στόρι του δίσκου.

Μου έπαιξε μια μέρα το «Αννα, μην κλαις» από τον δίσκο που ετοιμάζαμε με τον Μπρεχτ. Πήγαμε μαζί στο σπίτι της Μελίνας, εγώ με μούσι, μαλλί, σκουλαρίκια. Με κοιτάει η Μελίνα με τα υπέροχα μάτια και λέει: «Απόψε θα κοιμηθώ με τον Κούτρα». Ο Ντασσέν γελούσε, τέτοια αστεία έκανε, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο. Οταν τραγουδούσα, μου κρατούσε το χέρι. Γέμιζε τη σκηνή, λέγαμε μαζί τα τραγούδια του Μπρεχτ στην παράσταση που σου είπα, σε σκηνοθεσία Ντασσέν. Αυτό μου έπαιξε πρώτη φορά ο Θάνος και κάποια άλλα, όμως εγώ δεν τα πολυκαταλάβαινα, αφού βγήκε η «Πράξη», είχαμε παταγώδη αποτυχία. Ακόμη κι ο Μίκης τού είχε πει «είσαι πολύ Γερμανός για την Ελλάδα». Και μετά ο Καββαδίας με συγκλόνισε, παρότι δεν ήξερα τις λέξεις. Πήρα λυσάρι και τα έμαθα όλα. Με διαφορετική γωνία τώρα, έχω βάλει την κάμερά μου σε άλλο σημείο και βλέπω όλες τις ευαισθησίες του ποιητή.

Γιατί πέτυχε τόσο «Ο Σταυρός του Νότου»;

Ουσιαστικά μιλούσε για τη φυγή. Από την κόλαση που ζούμε, και γι’ αυτό τον αγκάλιασε ο κόσμος. Κι όμως, κατατασσόταν σε ελάσσονες.

Πρώτη εικόνα από την προετοιμασία του δίσκου;

Ορμητικός ο Θάνος, χτύπαγε το πιάνο με δύναμη. Τραγουδούσε εκφραστικά, δίνοντας ανάσες στα τραγούδια. Με κοροϊδεύανε οι άλλοι συνάδελφοι για τις παύσεις, αλλά εγώ έλεγα πως έτσι αναδεικνύεται η γλώσσα του ποιητή. Δεν θα καταλάβαινε κανείς τίποτε διαφορετικά, ο Θάνος όμως απομονώνοντας τη μία λέξη από την άλλη κατάφερε όλοι να δουν τη μοναξιά του ποιητή στο πλοίο. Αλλά και το ταξίδι που κάνουμε και εμείς εδώ στη στεριά.

Πάντως έχει ενδιαφέρον πως εν μέσω πολιτικού τραγουδιού πήγατε στον Καββαδία.

Ο πατέρας του Θάνου, όταν ήταν μικρά και ο Ανδρέας και ο Θάνος, τους διάβαζε ποιητές ελάσσονες. Και ο Θάνος είχε ανακαλύψει τον Καββαδία και προσπάθησε να τον μελοποιήσει στα 17 του, όχι με επιτυχία, ήταν άγουρα ακόμη τα χρόνια. Μετά το επιχείρησε με τη σειρά του Παπαλιού και του Ψαρρά και άνθησε. Εγινε μια άνοιξη.

Τολμηρό όμως.

Πιστεύω ακράδαντα πως ήμουν τυχερός, βρέθηκα στον δρόμο του Θάνου, με πάντρεψε με αυτό το έργο, ένα άγουρο παιδί ήμουν. Είχα ένα ράντζο σπίτι του, στην Αλεξάνδρας, και έμενα εκεί. Κάναμε 15 ώρες πρόβα την ημέρα, σταματάγαμε για κάνα φαγητό. Στη σειρά του Ψαρρά τα είπα όλα πρώτη εκτέλεση. Μετά προέκυψε για τον δίσκο ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ήμασταν φίλοι πολύ.

Ο Αλέκος Πατσιφάς της Lyra πάντως στην αρχή δεν το πίστευε.

Με τίποτε. Θα πουλήσει το πολύ χίλια κομμάτια, έλεγε, και τελικά έκανε ένα μπαμ και εκτοξεύθηκε. Εχει περάσει σήμερα στην 4η γενιά. Εγώ απλώς ήμουν διεκπεραιωτής του Θάνου και της φωνής του ποιητή. Μου έλεγε ο Θηβαίος έπειτα από χρόνια πως βρεθήκαμε στο διαμέρισμα του Μικρούτσικου εγώ και ο Καββαδίας (μεταφορικά), κόψαμε τα χέρια μας στον καρπό και γίναμε σταυραδέρφια. Εχει πέσει σε μένα πια όλο το χρέος. Η φωνή μου ευτυχώς δουλεύει καλά. Είχα σχέδια για όλο το καλοκαίρι, είχαμε κλείσει 60 συναυλίες και ακυρώθηκαν όλες. Αυτή είναι η πραγματικότητά μας από εδώ και πέρα. Μέχρι το 2022 έτσι θα είμαστε.

Λέτε να συνηθίσουμε χωρίς τραγούδια;

Αυτό είναι και το δικό μου ερώτημα. Τα ίχνη της η κάθε κυβέρνηση τα αφήνει στον πολιτισμό. Μπορεί να μην το πιστεύει η κυρία Μενδώνη, αλλά υπάρχουν 200.000 άνθρωποι που ανήκουν στον χώρο της τέχνης και πεινάνε – ο φόβος αυξάνεται. Ο πολιτισμός σαν άνθρωπος είναι επικίνδυνος για την κάθε κυβέρνηση. Είμαστε άνθρωποι που περνάμε δύσκολα. Και προσπαθούμε να έχουμε κάποια χρήματα για τους μουσικούς μας. Εργαζόμενοι γύρω μας. Είναι νέα παιδιά με οικογένειες, θα φύγουν να πάνε στα χωριά τους.

Κάτι τελευταίο: σας λείπει ο Μικρούτσικος;

Αφόρητα. Με μάλωνε, γελούσαμε πολύ, κάναμε πλάκες, με δίδασκε, με εξαντλούσε σε πρόβες. Με έμαθε να στέκομαι λίγο πάνω από το τραγούδι, σαν τον Μπρεχτ. Αυτός έγραψε το «Αννα, μην κλαις» στη Δανία, εξόριστος, επωαζόταν τότε το αβγό του φιδιού.

Η φωνή σας επίσης στο «Τρόμος και αθλιότητα του Γ’ Ράιχ».

Πόσο κολλάει με το σήμερα, ε;

Σαν να σαρκάζετε τραγουδάτε σε αυτό.

Σωστά. Ηταν σαν προφήτης ο Μπρεχτ. Εβλεπε τι ερχόταν. Και ο Θάνος το ίδιο έκανε, παρήγε μουσική βλέποντας τι έρχεται στα επόμενα χρόνια.

Το τραγούδι σήμερα;

Είναι μέσα στη ζωή μας. Από πανηγύρια μέχρι Λυρική, ακόμη και σε σκυλάδικα.

Είστε ανοιχτός σε ρεπερτόριο.

Μέχρι παρυφές καλού λαϊκού, βέβαια. Για να καταλάβει ο κόσμος ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε τους προπάτορές μας: Μάρκο και Τσιτσάνη. Αυτά όλα μου έχουν λείψει.