Αν και με κέρδη σχεδόν 50% το 2019 το Χρηματιστήριο της Αθήνας κατέκτησε την κορυφή των αποδόσεων παγκοσμίως, αναλυτές και διαχειριστές κεφαλαίων εκτιμούν πως και το 2020, για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, η ελληνική αγορά έχει τις προϋποθέσεις να κυμανθεί πάνω από τις 1.000 μονάδες σημειώνοντας μεγάλα κέρδη. Εχει δε την ευκαιρία να επιστρέψει ως μηχανισμός χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και δημιουργίας υπεραξιών για τους επενδυτές, καθώς αναμένονται ορισμένες σημαντικές εισαγωγές νέων εταιρειών από νευραλγικούς κλάδους, όπως ο τουρισμός, που θα μπορούσαν να προσδώσουν νέα δυναμική.

Αν το 2019 ήταν για το Χρηματιστήριο σε όρους αποτίμησης η χρονιά της βελτίωσης του συντελεστή προεξόφλησης (μείωσης του «risk premium»), το 2020 αναμένεται, όπως εκτιμούν διαχειριστές κεφαλαίων, να αποτελέσει ένα έτος που η εταιρική κερδοφορία και οι ταμειακές ροές θα καθορίσουν περισσότερο τις τελικές αποδόσεις.

Ετσι εταιρείες με καλή κερδοφορία και ισχυρές ταμιακές ροές, που επιβραβεύουν τους υπομονετικούς επενδυτές με καλά μερίσματα ή και επαναγορές μετοχών, θα ευνοηθούν το 2020. Με τη νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών να παραμένει επεκτατική, τη φορολογική πολιτική πιο φιλική και την αγορά ακινήτων να βελτιώνεται, οι οιωνοί εμφανίζονται θετικοί. Από την άλλη πλευρά, το οικονομικό περιβάλλον στο εξωτερικό και η γεωπολιτική συγκυρία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανασχετικούς παράγοντες, ενισχύοντας τη μεταβλητότητα των αγορών και υπενθυμίζοντας την ανάγκη επαρκούς ρευστότητας και την επιλεκτική στάση που θα πρέπει να επιδεικνύουν οι επενδυτές στην επιλογή του χαρτοφυλακίου τους.

Ενάρετος κύκλος

Η Ελλάδα επέστρεψε εξάλλου στα ραντάρ των διεθνών επενδυτών οι οποίοι εκτιμούν πως η οικονομία εισέρχεται σε έναν ενάρετο κύκλο που την καθιστά ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Οι κινήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τη διαμόρφωση ενός φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος θεωρείται μάλιστα πως αποδίδουν σε όλα τα επίπεδα.

Τα ελληνικά ομόλογα εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να έχουν χαμηλές αποδόσεις, δίνοντας ταυτόχρονα στον εταιρικό τομέα τη δυνατότητα, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, να δανειστεί σε χαμηλά επίπεδα, ώστε να μπορεί να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό. Με την ανάπτυξη να έχει τις προϋποθέσεις ώστε να κυμανθεί ή να ξεπεράσει το 2,5%, η Ελλάδα όπως εκτιμούν κορυφαίοι διαχειριστές κεφαλαίων μπορεί να αναδειχθεί η αγαπημένη των αγορών και το 2020.

Επίσης, οι τράπεζες ουσιαστικά τώρα μπαίνουν σε δρόμο εξυγίανσης επιταχύνοντας τη μείωση των προβληματικών τους δανείων, είτε μέσω του σχεδίου «Ηρακλής» είτε ακόμα και με απευθείας πωλήσεις χαρτοφυλακίων, οι αποκρατικοποιήσεις έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο εύρος και ποιότητα ενδιαφερομένων και μεγάλα επενδυτικά σχέδια όπως αυτό του Ελληνικού δεν έχουν ακόμα αρχίσει να συνεισφέρουν στην οικονομία. Παράλληλα, το τωρινό επίπεδο των χαμηλών επιτοκίων ευνοεί την αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων με πιο ελκυστικούς όρους και για τον λόγο αυτόν αναμένεται ότι εταιρείες με στιβαρά θεμελιώδη μεγέθη θα αξιοποιήσουν αυτό το παράθυρο ευκαιρίας για να μειώσουν το χρηματοδοτικό τους κόστος.

Ρίσκα

Στα επενδυτικά ρίσκα του 2020, οι αναλυτές επισημαίνουν γεωπολιτικούς παράγοντες, πιθανή κόπωση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων για την απόκτηση  προβληματικών δανείων, τα stress tests των τραπεζών, τυχόν αδυναμία της χώρας να προχωρήσει ταχύτερα τις μεταρρυθμίσεις, ενώ σημειώνεται και το γεγονός πως οι αποτιμήσεις δεν είναι πια στη ζώνη της ευκαιρίας. Συνολικά, ωστόσο, η χώρα για το 2020 δείχνει να κινδυνεύει από μια απότομη είσοδο της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση, κάτι πάντως που μετά τη στροφή των κεντρικών τραπεζών και τις επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, παράλληλα με την ανακωχή στο θέμα του εμπορικού πολέμου των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, δείχνει να υποχωρεί και από ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία.