Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (10-11 Δεκεμβρίου 1999, επίτευγμα των κυβερνήσεων Κ. Σημίτη) – είκοσι χρόνια από τότε – αποτέλεσαν τομή στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας αλλά και στην τότε διαδικασία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Με την Τουρκία άνοιξαν ένα εντελώς νέο κεφάλαιο για τον εξευρωπαϊσμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων με προοπτική τη μελλοντική ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα με την επίλυση των σχετικών εκκρεμοτήτων. Ενώ παράλληλα κατέστησαν εφικτή την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ τον Μάιο 2004 χωρίς την προηγούμενη επίλυση του κυπριακού προβλήματος.

Τρία υπήρξαν τα κύρια στοιχεία του «πακέτου Ελσίνκι»: (α) η ανακήρυξη της Τουρκίας ως «υποψήφιας» (candidate) χώρας για ένταξη στην Ενωση (εφόσον εκπληρώσει τα σχετικά κριτήρια), με άρση του σχετικού ελληνικού βέτο, (β) με πρώτη προϋπόθεση ότι η Κύπρος, που ήταν ήδη σε διαπραγματεύσεις ένταξης, θα μπορούσε τελικά να ενταχθεί χωρίς την προηγούμενη επίλυση του κυπριακού προβλήματος.

Μέχρι τότε όλες οι χώρες – μέλη (με εξαίρεση την Ελλάδα και κάπως χλιαρά το ΗΒ) επέμεναν στη θέση ότι η Κύπρος θα μπορούσε να ενταχθεί μόνο μετά την προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος, πράγμα που στην πράξη ισοδυναμούσε με την εκχώρηση βέτο στην Αγκυρα για την κυπριακή ένταξη, και (γ) ως δεύτερη κεντρική προϋπόθεση ότι τα υποψήφια για ένταξη κράτη (δηλαδή η Τουρκία) «υποχρεούνται να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων, άλλως θα φέρουν τη διαφορά αυτή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΔΔ) εντός εύλογου χρονικού διαστήματος».

Το Συμβούλιο έθεσε μάλιστα ως χρονικό όριο το τέλος του 2004 για την επίλυση των διαφορών ή την παραπομπή τους στο ΔΔ. Δημιουργήθηκε έτσι μια μοναδική ευκαιρία για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με τη συμμετοχή και ευθύνη της ΕΕ στη διαδικασία. Κάτι παρεμφερές δεν είχε προϋπάρξει. Ετσι, πρώτον η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 χωρίς όντως την επίλυση του προβλήματος. Χωρίς το «Ελσίνκι» δεν θα είχε ενταχθεί.

Δεύτερον, ξεκίνησε ο ελληνοτουρκικός διερευνητικός διάλογος για την ανίχνευση των δυνατοτήτων επίλυσης των διαφορών. Και στις αρχές του 2004 είχαμε φθάσει σε πακέτο ρυθμίσεων για την επίλυση θεμάτων ή παραπομπή ορισμένων στο Διεθνές Δικαστήριο. Ωστόσο, μετά τις εκλογές του Μαρτίου 2004 και την αποχώρηση της κυβέρνησης Σημίτη από την εξουσία, η νέα κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε να εγκαταλείψει τις πρόνοιες του «Ελσίνκι», μεταξύ άλλων και αυτή που δέσμευε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την επίτευξη λύσης μέχρι το τέλος του 2004! Και συμφώνησε στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία χωρίς να έχουν εκπληρωθεί οι όροι του «Ελσίνκι».

Λάθος ιστορικών διαστάσεων καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε πιθανότατα επιλύσει τα ελληνοτουρκικά και δεν θα είχαμε τα σημερινά προβλήματα…

Ο κύριος λόγος για την εγκατάλειψη του «Ελσίνκι» υπήρξε ο φόβος παραπομπής κάποιων θεμάτων στο ΔΔ καθώς υπήρχε η υποψία ή η εκτίμηση ότι η Ελλάδα δεν θα δικαιωνόταν στο σύνολο των θέσεών της! Ετσι εμφανίζεται το οξύμωρο φαινόμενο η Ελλάδα, ενώ διατείνεται σταθερά ότι ακολουθεί πιστά το διεθνές δίκαιο, να αρνείται να υποβάλει θέματα στην κρίση του Δικαστηρίου καθώς φοβάται ότι θα χάσει! Ελληνική αντίφαση, αν όχι μυωπία.

Ενα νέο «Ελσίνκι» – δηλαδή μια νέα ολοκληρωμένη στρατηγική για την Τουρκία -, προσαρμοσμένο στα σημερινά δεδομένα, είναι απολύτως αναγκαίο.

Ο ομότιμος καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης συμμετείχε στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι