Αποθήκες φθηνών εισαγόμενων ενδυμάτων, φορτηγά φορτοεκφόρτωσης με το αυτοκόλλητο-προειδοποίηση «Συχνές Στάσεις», μισογκρεμισμένα νεοκλασικά, γυρολόγοι με σιδερένια καρότσια, δαιδαλώδεις βιομηχανικοί χώροι, τοξικοεξαρτημένοι ξεχασμένοι ή αναίσθητοι στην είσοδο κάποιας καβάτζας, παλαιοπωλεία, μίνι μάρκετ με επιγραφές στα αραβικά, ξεχειλισμένοι κάδοι, διπλοπαρκαρισμένα οχήματα, υπερπλήρη πάρκινγκ, πολυσύχναστα call centers και τουρίστες στα χαμένα. Ενα τυπικό μεσημέρι στα αθηναϊκά σοκάκια μεταξύ Μενάνδρου, Ευριπίδους, Κουμουνδούρου και Πειραιώς.

Μοναδικό «φάλτσο» στη συγχορδία των αναμμένων φορτηγών, της βουής της Πειραιώς και των ενήλικων φωνών, ένα παιδικό κλάμα. Πόσο παράταιρο ακούγεται σε μια περιοχή που η παιδικότητα δείχνει να έχει βιαστικά θαφτεί. Στρίβοντας στη γωνία Πειραιώς με Σαπφούς, το κλάμα δυναμώνει, μέχρι που φτάνοντας στον αριθμό 12 κυριαρχεί. Δραπετεύει από το παράθυρο του πρώτου ορόφου. Η μεγάλη επιγραφή σπεύδει να δώσει εξηγήσεις: «Ανοικτό Πολυϊατρείο» γράφει πλάι στο λογότυπο των «Γιατρών του Κόσμου».

Το γοερό κλάμα που αναστάτωσε τους ενοίκους των παρακείμενων πολυκατοικιών (μετανάστες στην πλειονότητά τους, καπνίζουν στα μπαλκόνια ή χαζεύουν τους δημοτικούς αστυνομικούς να κόβουν κλήσεις αφειδώς) είναι ενός αγοριού όχι μεγαλύτερου από επτά ετών. Κουρδάκι. Καθισμένο στην καρέκλα του οδοντιάτρου κοιτάζει σαστισμένο μια τον πατέρα του, μια τον γιατρό και μια τον διερμηνέα. Ολοι προσπαθούν να το καθησυχάσουν. Σύντομα το μαρτύριο τελειώνει, σκουπίζει τα δάκρυα, ο πατέρας παίρνει το χαρτί με τα συνταγογραφημένα φάρμακα, χαιρετούν και φεύγουν. Εξω περιμένουν τρομοκρατημένα τη σειρά τους άλλα προσφυγάκια κρυμμένα στις αγκαλιές των γονιών.

«Αυτό συμβαίνει καθημερινά. Δεχόμαστε γύρω στα 15 περιστατικά και καλύπτουμε σχεδόν όλο το εύρος της οδοντιατρικής», λέει στα «ΝΕΑ» ο οδοντίατρος Χρήστος Ναούμης που δουλεύει για τους ΓτΚ από το 2004. «Εχω βρεθεί σε 60 αποστολές εντός Ελλάδας. Πηγαίνουμε όπου υπάρχει ανάγκη. Αλλά και εδώ περιθάλπουμε όποιον μας χρειάζεται. Ανασφάλιστους Ελληνες και πολίτες από όλα τα μέρη της γης, από 3 μέχρι 93», εξηγεί ο έμπειρος οδοντίατρος. Πράγματι, στους διαδρόμους αναμονής Ελληνες και ξένοι περιμένουν δίπλα – δίπλα για εξέταση από γιατρούς ή για φάρμακα που αδυνατούν να αγοράσουν.

Ο καθένας τους κουβαλά μια ξεχωριστή ιστορία, γεμάτη πόνο, στερήσεις, ξεριζωμό και απόρριψη. Αυτή, όμως, της 25χρονης Ζέινα από μια κωμόπολη στα βόρεια του Αφγανιστάν συγκλονίζει. Περικλείει ολόκληρο το δράμα της προσφυγικής κρίσης. Βρίσκεται στο Πολυϊτρείο με τις δύο κόρες της, 10 και 8 ετών, που δεν παύουν στιγμή να της κρατούν το χέρι και να σιγομιλούν στη γλώσσα τους. Πριν από δύο εβδομάδες ξεκίνησαν το σχολείο και χρειάζονται ιατρικό πιστοποιητικό.

Στην αρχή διστακτικά, η νεαρή μητέρα ξετυλίγει – μέσω του Καντίρ, ομοεθνούς της διερμηνέα – το κουβάρι της ζωής της: «Παντρεύτηκα αναγκαστικά στα 13 και πριν από δύο χρόνια αποφάσισα να χωρίσω. Πήρα τις κόρες μου και έφυγα γιατί δεχόμουν απειλές για τη ζωή μου από τον άνδρα μου και την τοπική κοινωνία». Εναν χρόνο μετά το διαζύγιο, οι τρεις τους έφτασαν μέσω Ιράν στην Τουρκία και 11 μήνες πριν στην Ελλάδα. Τους πρώτους οκτώ τους πέρασαν στο κολαστήριο της Μόριας… «Εκεί η κάθε στιγμή είναι δύσκολη, ιδίως για μια μητέρα μόνη», περιγράφει και συνεχίζει: «Στο καμπ ένας άνδρας προσπάθησε να βιάσει τη μικρή μου. Χτύπησε στο κεφάλι και στο μάτι. Ευτυχώς είναι καλά».

Ηταν μοδίστρα στην πατρίδα της

Στο Αφγανιστάν ήταν μοδίστρα και στην Αθήνα ελπίζει να καταφέρει να ασκήσει ξανά το επάγγελμά της και να τελειώσει κάποια σχετική σχολή. Ωστόσο, και στην πρωτεύουσα, τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Προσωρινά φιλοξενούνται σε δομή και η φοίτηση των κοριτσιών στο σχολείο την ικανοποιεί, όμως το αίτημα ασύλου της παραμένει εκκρεμές. Θα εξεταστεί σε δύο χρόνια. «Η Αθήνα είναι σκληρή, αλλά δεν θα γύριζα ποτέ στο Αφγανιστάν. Πριν από λίγες ημέρες είδα στην Πλατεία Αμερικής να μαχαιρώνουν έναν νέο αλλά κανένας δεν έκανε κάτι. Δεν κάλεσαν ούτε ασθενοφόρο. Δεν περίμενα να δω κάτι τέτοιο σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Στην πατρίδα μου, πάντως, δεν γυρίζω. Θα σήμαινε θάνατο», καταλήγει.

Η παιδίατρος Κατερίνα Στούκερτ σημειώνει ότι ιστορίες σαν αυτή της Ζέινα καταγράφονται συχνά στο Πολυϊατρείο και στα ανά την Ελλάδα κέντρα που δραστηριοποιούνται οι ΓτΚ. «Δυστυχώς έχουμε και ανήλικα θύματα βιασμού, κυρίως σε καμπ όπως η Μόρια, που ακόμα και η νυχτερινή μετάβαση στην τουαλέτα ισοδυναμεί με κίνδυνο», τονίζει και συμπληρώνει πως πολλές φορές είναι δύσκολο γιατροί, νοσηλευτές και κοινωνικοί λειτουργοί να παραμείνουν ασυγκίνητοι. Ενα ακόμα εμπόδιο αποτελεί η επικοινωνία με τους ασθενείς, όμως το χάσμα γεφυρώνουν συχνά τα ίδια τα μέλη των ΓτΚ, όπως η 28χρονη φαρμακοποιός Γκλόρια Χαλμούκου, που στα τρία χρόνια εργασίας για την Οργάνωση έχει καταφέρει να μάθει φράσεις σε αραβικά, φαρσί και ουρντού, προκειμένου να μεταφέρει επακριβώς τις οδηγίες χρήσης των φαρμάκων.

Αυτό αποτελεί – κυρίως – δουλειά των μεταφραστών-διερμηνέων, όπως ο 41χρονος Καντίρ. Μετανάστης και ο ίδιος, άφησε το Αφγανιστάν το 1998, διωγμένος από τους Ταλιμπάν. Αφού εργάστηκε σε Πακιστάν, Ιράν και Τουρκία κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα και να ριζώσει. «Το 2001 υπήρχαν στην Αθήνα μόνο 20 Αφγανοί. Τον πρώτο καιρό επισκεπτόμουν τους ΓτΚ ως ωφελούμενος, μετά ως εθελοντής και όταν πια έμαθα καλά τα ελληνικά ξεκίνησα να εργάζομαι, το 2003». Στα 16 αυτά χρόνια έχει μεταφράσει τις μαρτυρίες χιλιάδων ομοεθνών του, μα ακόμα δυσκολεύεται να κρύψει τη συγκίνησή του, αν και πρέπει.

Εξάλλου, στο πλαίσιο του πολυσχιδούς έργου τους οι ΓτΚ, σε συνεργασία με τη HelMSIC (Ελληνική Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων Φοιτητών Ιατρικής), υλοποιούν για ένατη χρονιά το πρόγραμμα «Χείρων». «Αρχικά υπάρχει εισαγωγική συνάντηση, στην οποία οι εθελοντές-φοιτητές ενημερώνονται σχετικά με την πρόσβαση των ευπαθών κοινωνικών ομάδων στο σύστημα υγείας και μετά προχωρούν σε πρακτική άσκηση 10 ημερών στα πολυϊατρεία», εξηγεί η Εβελίνα Ρούμπου, γραμματέας της τοπικής επιτροπής της HelMSIC. Μεταξύ των φοιτητών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα είναι και ο Νικήτας – Ιωάννης Θεοδωρικάκος, ο οποίος περιγράφει ότι κίνητρό του αποτέλεσε η προσφορά αλλά και ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός συμπολιτών μας που στερούνται πρόσβασης σε δομές υγείας. «Πρόκειται για ανθρώπους που ζουν στους ίδιους δρόμους που όλοι εμείς περπατάμε και όμως κάνουμε σαν να μην υπάρχουν», καταλήγει χαρακτηριστικά.