Η διευκόλυνση της κινητικότητας και των προσβάσεων είναι δύο από τους πρωταρχικούς κανόνες της μοντέρνας πολεοδομίας. Κατά συνέπεια η πρόσφατη τραγωδία της Ανατολικής Αττικής αποτελεί επιτομή όλων των προβλημάτων που διαταράσσουν εδώ και δεκαετίες την κοινωνία μας: τη συνύπαρξη των αρχαϊκών δομών και προ-νεωτερικών αντιλήψεων με την ακόρεστη επιθυμία των υπερσύγχρονων τρόπων ζωής.

Το οξύμωρο των «πολυκατοικιών εκτός σχεδίου» μας προϊδεάζει για ό,τι συνέβη στο Μάτι και στον Νέο Βουτζά. Τις τελευταίες δεκαετίες μιλάμε καταχρηστικά για «εκσυγχρονισμό» χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει. Προϋποθέτει κινητικότητα, οργάνωση υποδομών και δημόσιων χώρων και εδραίωση της αρχής της προφύλαξης που διαχέεται στην καθημερινή ζωή. Τι διακρίνουμε στην τραγωδία που έπληξε την περιοχή του Ματιού; Μία περιοχή στην περίμετρο της μητροπολιτικής ζώνης των Αθηνών –με τάσεις ενσωμάτωσης –που δεν διέθετε καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις.

Εχουμε δηλαδή το παράδοξο μιας περιοχής με αυξημένη οικιστική πυκνότητα και ταυτόχρονα με δασικά χαρακτηριστικά πυκνής δενδροφύτευσης. Μιας περιοχής δίπλα στη θάλασσα που ικανοποιεί το φαντασιακό ενός «κοντινού παράδεισου» και η οποία δεν διαθέτει ρυμοτομική επάρκεια και δημόσιους χώρους που να ανταποκρίνονται στην εναλλασσόμενη πυκνότητά της. Χωρίς δυνατότητα διελεύσεων και προσβάσεων προς τη θάλασσα.

Το Μάτι έμοιαζε εξαιρετικά «πολύτιμο» και ταυτόχρονα «εγκαταλειμμένο», εκτός μιας συγκροτημένης οικιστικής οργάνωσης. Σε αυτό το ελκυστικό χαρακτηριστικό της περιοχής ενυπήρχε ταυτόχρονα και μια απειλητική διάσταση. Οποιος εισερχόταν στο κατοικημένο δάσος του αισθανόταν την έλξη της γοητείας του αλλά και μια ανοίκεια ανησυχία στην ιδιότυπη οργάνωση, τις στενωπούς και τα αδιέξοδα του οικισμού. Αυτή η ιδιαιτερότητα της περιοχής συνέβαλε στην ιδιαίτερη αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε μεταξύ των κατοίκων του, καθώς μοιράζονταν αυτό το κοινό μυστικό που αναπαρήγαν οι φαύλοι μηχανισμοί τη πολιτικής εξουσίας. Το Μάτι ήταν ένα είδος κατοικήσιμου hic sunt leones όπως σημείωναν οι παλιοί χαρτογράφοι αναφερόμενοι στις άγνωστες για τους πολλούς περιοχές.

Στη ναυσιπλοΐα και στην αεροπλοΐα τα δυστυχήματα μάς υποχρέωσαν να δημιουργήσουμε αποδεκτούς από όλους κανόνες ασφαλείας. Στην πολεοδομία, όμως, ακριβώς επειδή συνδέεται με το φαντασιακό της ιδιωτικής κατοικίας, δεν δημιουργήσαμε αντίστοιχους αποδεκτούς από όλους κανόνες. Προσέξτε τις απανωτές καταστροφικές πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν στην Αττική από τη δεκαετία του 1990: Αυλώνας (1992), Σταμάτα/ Μαραθώνας (1993), Πεντέλη (1995, 1998, 2000), Υμηττός (1998), Ραφήνα/ Καλλιτεχνούπολη (2005), Πάρνηθα και Πεντέλη (2007), Γραμματικό και Καπανδρίτι (2009 και 2017), Μάτι και Νέος Βουτζάς (2018). Πρόκειται για περιαστικές περιοχές γύρω από την Αθήνα, ζώνες φαντασιακής υπαίθριας ζωής και συνεχών επεκτάσεων που καμία τους δεν διέθετε επαρκή υποδομή σύγχρονης πόλης.

Οι τελευταίες περιπτώσεις αναδεικνύουν ένα επιπλέον κοινό χαρακτηριστικό: αν η παραδοσιακή Αριστερά τα προηγούμενα χρόνια συνδέθηκε στη χώρα μας και στην Ευρώπη με τον εξορθολογισμό και τον προγραμματισμό των κοινωνιών και των υποδομών, κάτι τέτοιο δυστυχώς αποτελεί είδος εν ανεπαρκεία στην παρούσα διακυβέρνηση. Η οποία συχνά κινείται στην επικράτεια των απαρχαιωμένων πολιτικών του χθεσινού κόσμου. Εκείνο, λοιπόν, που επείγει ακόμη μια φορά είναι ο δραστικός εκσυγχρονισμός των αρχαϊκών και προ-νεωτερικών δομών ώστε να ανταποκριθούν στους σύγχρονους τρόπους ζωής.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας, καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας