Βαθύτατη ενόχληση, άγαρμποι χειρισμοί ή πιέσεις τρίτων; Οποια κι αν είναι η αιτία που έφερε την Ελλάδα αντιμέτωπη με τη Ρωσική Αρκούδα, Αθήνα και Μόσχα δίνουν η καθεμία τη δική της εκδοχή για το θρίλερ των τελευταίων ημερών που έχει οδηγήσει σε διπλωματική κρίση χωρίς προηγούμενο. «Θα απαντάμε αποφασιστικά όποτε θίγεται θέμα εθνικής κυριαρχίας» διαμήνυσε η ελληνική κυβέρνηση μετά την εσπευσμένη μετάβαση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου επί μιάμιση ώρα χθες με τον Πρωθυπουργό έβαλαν στο μικροσκόπιο όλες τις εξελίξεις αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η ελληνορωσική κρίση σε όλες τις πτυχές των διμερών σχέσεων.

Η συνάντηση Τσίπρα – Κοτζιά ήρθε μετά την αιφνίδια ακύρωση της επίσκεψης του ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στην Αθήνα, που αναμενόταν να γίνει τον Σεπτέμβριο.

Το «νιετ» του Λαβρόφ ήταν η νέα απάντηση στη δημόσια και σε υψηλούς τόνους ανταλλαγή πυρών μεταξύ ρωσικού και ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Η ακύρωση όμως πυροδότησε και νέα σύγκρουση, αφού οι Ρώσοι έσπευσαν να υπενθυμίσουν ότι η επίσκεψη Λαβρόφ συζητήθηκε με τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών στη Μόσχα και δεν αποτελούσε πρωτοβουλία του ρώσου υπουργού, έτσι όπως ήθελαν διάφορες διαρροές από διπλωματικές πηγές στην Αθήνα, όταν έγινε γνωστή η ματαίωση της επίσκεψης.

Την ίδια στιγμή πάντως που η ελληνική κυβέρνηση στέλνει σαφές μήνυμα στη Μόσχα (με τις αναφορές περί θεμάτων κυριαρχίας), αφήνει να διαφανεί η διάθεσή της να αποκλιμακώσει την ένταση και να επαναφέρει κανονικές θερμοκρασίες στις ελληνορωσικές σχέσεις. «…Η κυβέρνηση ακολουθεί και θα συνεχίσει να ακολουθεί την πάγια πολιτική της για προώθηση των σχέσεων με τη Ρωσία σε διμερές και πολυμερές επίπεδο» επισήμαινε κυβερνητικός αξιωματούχος μετά τη συνάντηση Τσίπρα – Κοτζιά στο Μαξίμου, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση πολλών ότι η Αθήνα επιθυμεί να κλείσει το θέμα εδώ και χωρίς περαιτέρω κλιμάκωση.

Φοβούνται την απάντηση. Πίσω από αυτή την επιδίωξη είναι ο φόβος που υπάρχει για τις βαρύτατες επιπτώσεις που θα είχε η κλιμάκωση σε δύο κρίσιμα πεδία για τα ελληνικά συμφέροντα. Το πρώτο είναι το πεδίο της οικονομίας, καθώς περίπου 1 εκατ. ρώσοι τουρίστες επιλέγουν την Ελλάδα ως προορισμό των διακοπών τους, ενώ παράλληλα τόνοι ελληνικών αγροτικών προϊόντων εξάγονται κάθε χρόνο στη ρωσική αγορά. Περαιτέρω επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων που θα οδηγούσε αναμφίβολα σε ακύρωση κρατήσεων ή εξαγωγών θα προκαλέσει προφανώς μεγάλη οικονομική ζημιά.

Το δεύτερο πεδίο είναι το γεωπολιτικό. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία, ακόμα και στον τομέα της άμυνας και των εξοπλισμών. Αυτή η ειδική σχέση που διατηρεί με τη Μόσχα υπαγορεύει και την πάντα «προσεκτική» της τοποθέτηση σε θέματα που ανοίγουν μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, όπως η υπόθεση Σκριπάλ, όπου η Αθήνα δεν ακολούθησε άλλες δυτικές χώρες απελαύνοντας τότε ρώσους διπλωμάτες από το έδαφός της. Επιπλέον υπάρχει και η παράμετρος των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς η ελληνική πλευρά ήλπιζε σταθερά στη στήριξη της Μόσχας στο Κυπριακό. Η επιδείνωση μιας ελληνορωσικής κρίσης θα οδηγούσε την Αγκυρα πιο κοντά σε εναγκαλισμό με τη Μόσχα, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την περιοχή του Αιγαίου και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Αν και για την ώρα οι Ρώσοι δεν έχουν απαντήσει στις δύο απελάσεις, θεωρείται βέβαιο ότι θα προχωρήσουν σε ανάλογη κίνηση, ενώ η ελληνική πλευρά ελπίζει το θέμα να κλείσει εδώ και αναζητά τρόπους και οδό απεμπλοκής από τη σύγκρουση με τη Μόσχα. Προς αυτή την κατεύθυνση η ελληνική στάση προϊδεάζει για πρωτοβουλίες το επόμενο διάστημα με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης. Αν και για την ώρα (μετά την ακύρωση της επίσκεψης Λαβρόφ) η επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα το φθινόπωρο μοιάζει να είναι επίσης στον αέρα, η πραγματοποίησή της αλλά και η επαναφορά της ισορροπίας στις ελληνορωσικές σχέσεις παραμένουν στρατηγική ελληνική επιδίωξη.

Χωρίς ενημέρωση. Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση παρακολουθεί τις εξελίξεις σε διμερές επίπεδο, χωρίς πάντως να έχει ενημέρωση από την κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την Κρήτη όπου περιοδεύει υποστήριξε ότι αν υπήρξε παρέμβαση από τη Μόσχα, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να αντιδράσει αποφασιστικά. Εξέφρασε όμως την ελπίδα να μην υπάρξει περαιτέρω κρίση, ενώ επισήμανε ότι δεν έχει επίσημη ενημέρωση από την κυβέρνηση, κάτι που άλλωστε ζήτησε θεσμικά και η Φώφη Γεννηματά. Στο θέμα παρενέβη και το ΚΚΕ υποστηρίζοντας: «Η κρίση στις ελληνορωσικές διπλωματικές σχέσεις είναι αποτέλεσμα του συνολικότερου αυξανόμενου ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ρωσία, αλλά και των επιλογών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να παίξει τον ρόλο «σημαιοφόρου» στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς».