Θεόδωρος Κατσίκης, πολιτικός επιστήμων και κοινοτάρχης στα Γλυκά Νερά Αττικής. Γεώργιος Συμπιλίδης, ιατρός από το Κιλκίς. Βουλευτές αμφότεροι κατά τη δεκαετία του 1990. Και ο πλέον ρέκτης χρονικογράφος της Μεταπολίτευσης κανονικά θα προσπερνούσε τα ονόματά τους. Ουδείς τους διακρίθηκε ιδιαίτερα για τους κοινωνικούς αγώνες του, για την κοινοβουλευτική του παρουσία, για τη συμμετοχή του στο κυβερνητικό έργο. Οπως χιλιάδες άλλοι «εθνοπατέρες» και «εθνομητέρες», προσγειώθηκαν κάποτε στα έδρανα και μέτρησαν εκεί μήνες και χρόνια. Βουβοί κατά κανόνα στις συνεδριάσεις. Πειθήνιοι χειροκροτητές στις ομιλίες των αρχηγών τους. Τακτικοί στο εντευκτήριο της Βουλής και στα καφενεία των εκλογικών τους περιφερειών, μεταφορείς του «τοπικού παλμού», διεκπεραιωτές των αιτημάτων που υπέβαλλαν οι ψηφοφόροι τους. Λοστρόμοι με μια λέξη –εξ υπαξιωματικών –στο εθνικό μας σκάφος.

Και όμως. Αμφότεροι ο Θεόδωρος Κατσίκης και ο Γεώργιος Συμπιλίδης σημάδεψαν με μία του πράξη ο καθένας μια ολόκληρη εποχή. Ο πρώτος –εκλεγείς με τη ΔΗΑΝΑ, το κόμμα του Κωστή Στεφανόπουλου –έδωσε την κρίσιμη ψήφο εμπιστοσύνης ώστε να μπορέσει η Νέα Δημοκρατία να σχηματίσει κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1990. Ο δεύτερος προσεχώρησε αιφνιδίως τον Σεπτέμβριο του 1993 στην Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά. Ανέτρεψε ούτως ειπείν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ανεδείχθησαν σε πρόσωπα της ημέρας στο πανελλήνιο για ένα ή για δύο εικοσιτετράωρα. Κι αμέσως έπειτα η λάμψη τους επανήλθε στη φυσική της ένταση. Ξανάγιναν από πολυέλαιοι αμπαζούρ.

Δεν θα προσβάλω –ελπίζω –το πολίτευμά μας εάν του αποδώσω εν μέρει χαρακτήρα λοταρίας. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, αρκετές έδρες κατακυρώνονται στα κόμματα με τη δεύτερη ή με την τρίτη κατανομή. Για ολόκληρη τη νύχτα της Κυριακής –ή και για το επόμενο πρωί –περιφέρονται από περιφέρεια σε περιφέρεια –από την Κέρκυρα, για παράδειγμα, στη Θεσπρωτία και πάλι πίσω –ώσπου, με έναν περίπλοκο αλγόριθμο, «να κάτσει» οριστικά «η μπίλια» εδώ ή εκεί. Και τότε διόλου απίθανο ένα μικρομεσαίο στέλεχος, ένας ντόπιος παράγων, να λάβει άδεια επ’ αόριστον από την υπηρεσία του, να αφήσει στη σύζυγο τα κλειδιά τού μαγαζιού του και να σπεύσει καμαρωτός στην Πλατεία Συντάγματος.

Δεν ξέρω εάν εσείς το θεωρείτε τρομερή αδικία, οι ψήφοι μας πάντως κάθε άλλο παρά ζυγίζουν το ίδιο. Υπάρχουν –στις μεγάλες συνήθως περιφέρειες –άνθρωποι που προτιμήθηκαν από λεγεώνες ψηφοφόρων κι εντούτοις έμειναν επιλαχόντες. Ή βγήκαν τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Και είναι κάτι τυχεροί που τα κατάφεραν κυριολεκτικά από σπόντα, που εκπόρθησαν το Κοινοβούλιο με προίκα λίγες εκατοντάδες σταυρούς. Φταίει το σύστημα. Ευθύνεται και η δημογραφία, που –για ευνόητους λόγους –επιλέγουμε ενίοτε να αγνοούμε.

Δεν είναι ασφαλώς και οι πολίτες άμοιροι ευθυνών. Οταν η κάθε τηλεοπτική περσόνα, ο κάθε απόμαχος ποδοσφαιριστής –κι ας περιφέρει ανερυθρίαστα την πολιτική αγραμματοσύνη του –σαρώνει στις κάλπες, του γίνεται η μεγαλύτερη τιμή στη δημοκρατία, να εκπροσωπεί τον λαό και το έθνος, ας μη μουντζώνουμε τη δύσκολη ώρα εκείνον αλλά τους εαυτούς μας. Κι όταν το να έχεις κληρονομήσει ένα βαρύ όνομα σε καθιστά πιο ελκυστικό στους εκλογείς από το να διαθέτεις ξεχωριστή μόρφωση, επαγγελματική και κοινωνική εμπειρία, ποιος θα κατηγορήσει ποιον για το επίπεδο των αιρετών αρχόντων μας;

Οι πιο καταγέλαστοι πάντως είναι οι επικεφαλής των μικρών κομμάτων, τα οποία έχουν δημιουργηθεί συνήθως εξ αποστασίας από μια μεγάλη παράταξη.

Παραμονές των εκλογών, πάνω στη φούρια, στεγάζουν στα ψηφοδέλτιά τους τη σάρα και τη μάρα με έγνοια μοναδική να κατεβάσουν συνδυασμούς σε κάθε νομό. Φτιάχνουν έτσι κοινοβουλευτικές ομάδες που θυμίζουν κουρελούδες. Κι έχουν την αυταπάτη ότι θα επιβάλουν σιδηρά, διαρκή πειθαρχία, αφού στον αρχηγό χρωστάνε οι βουλευτές και οι «βουλεύτριες» την καλή τους μοίρα. Μόλις λοιπόν τα κατά φαντασίαν πιόνια τους αρχίζουν να αυθαδιάζουν, να αλληθωρίζουν, να πηδούν απ’ τη βάρκα που μπάζει νερά, τότε γίνονται έξαλλοι. Αφρίζουν. Καταγγέλλουν προδοσίες κι άλλα τρισχαριτωμένα.

Ποιος τους φταίει; Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.