Το ενδιαφέρον για το Μουντιάλ που διεξάγεται αυτές τις μέρες, στη διάρκεια του οποίου αναμένεται να μεταβούν στη Μόσχα και άλλες ρωσικές πόλεις ένα εκατομμύριο ξένοι φίλαθλοι του ποδοσφαίρου, πολλοί από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ρισκάρει να καλύψει το εύρος της απόστασης που χωρίζει πια τη Ρωσία από τη Δύση. Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών αυτόν τον καιρό είναι απλά λειτουργικές. Ενας νέος Ψυχρός Πόλεμος έχει αρχίσει.

Αραγε, η ελπίδα ότι η μετασοβιετική Ρωσία θα μπορούσε να «σταθεί στο πλευρό της Δύσης» ήταν πάντα ψευδαίσθηση; Κάποιοι βουτούν βαθιά στη ρωσική Ιστορία προκειμένου να βρουν επιχειρήματα για αυτό το συμπέρασμα, επικαλούμενοι την έλλειψη «διαφωτισμού». Αλλοι βλέπουν αυτή την αποξένωση υπό άλλο φως.

Για παράδειγμα, στο πρόσφατο βιβλίο του «Κίνα και Ρωσία: Η νέα προσέγγιση», ο ρώσος πολιτικός επιστήμονας Αλεξάντερ Λούκιν υποστηρίζει ότι αν και η Κίνα έχει περισσότερες εδαφικές διαφορές με τη Ρωσία απ’ ό,τι με οποιαδήποτε άλλη χώρα, η στροφή του Κρεμλίνου προς εκείνη ήταν «φυσικό αποτέλεσμα». Ως μια υπερδύναμη που συρρικνώνεται, η Ρωσία θέλησε να δημιουργήσει ένα αντίβαρο προς τον νικητή.

Αυτό δεν είναι αναπόφευκτο. Μετά τη σοβιετική κατάρρευση, η Δύση, γράφει ο Λούκιν, είχε δύο επιλογές: να κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να ενσωματώσει τη Ρωσία στον δυτικό κόσμο φέρνοντάς τη στο ΝΑΤΟ και προσφέροντας ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ ή να της στερήσει σιγά σιγά κομμάτια της. Στην περίπτωση, γράφει ο Λούκιν, που οι δυτικοί ηγέτες επιλέγουν τη δεύτερη εκδοχή, την επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αγνοούν τις προειδοποιήσεις των ρώσων φιλελευθέρων ότι έτσι θα ενισχυθεί ο ρωσικός αυταρχισμός.

Στη Ρωσία, ο ουκρανός ακαδημαϊκός Αντόν Σεχόφστοφ προσφέρει μια διαφορετική εξήγηση για την αποξένωση της Ρωσίας από τη Δύση. Τη θεωρεί ως την παρανοϊκή απάντηση της «αυταρχικής κλεπτοκρατίας» της Ρωσίας προς τις προσπάθειες της Δύσης να προσεταιρισθεί χώρες όπως η Ουκρανία. Ομως η κυβέρνηση Πούτιν υποστηρίζει ότι αυτές οι απόπειρες αποτελούν απειλή προς το έδαφος και την ψυχή της Ρωσίας.

Το βιβλίο του Σεχόφστοφ εξηγεί πως η κυβέρνηση Πούτιν και οι ακροδεξιοί λαϊκιστές της Ευρώπης υιοθέτησαν ως κοινό εχθρό την παγκόσμια τάξη, επικεφαλής της οποίας είναι οι ΗΠΑ και ακολουθεί η ΕΕ. Η άνοδος των λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη δίνει για πρώτη φορά στο καθεστώς Πούτιν ισχυρούς δυτικούς συνομιλητές. Ο Ματέο Σαλβίνι της ιταλικής Λέγκας είπε μετά τη «φιλική» συνάντησή του με τον Πούτιν το 2014: «Μιλήσαμε για τις παράλογες κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας από τη δειλή ΕΕ που δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πολιτών της αλλά των οικονομικών ολιγαρχών» και για «σημαντικά θέματα –από την προστασία της εθνικής αυτονομίας έως τη μάχη εναντίον των παράνομων μεταναστών και την υπεράσπιση των παραδοσιακών αξιών».

Αρα, οι ρωσικές και οι δυτικές αξίες συγκλίνουν, τουλάχιστον για κάποιους στη Δύση. Οσοι ψηφίζουν τους λαϊκιστές στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ αισθάνονται ότι έχουν τεθεί «εκτός», όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτισμικά. Αρα βλέπουμε την περίεργη συγχώνευση προστατευτισμού και χριστιανικού συντηρητισμού.

Ολα αυτά βολεύουν πολύ τον Πούτιν, διότι δείχνουν ότι η Δύση δεν είναι πλέον εντελώς αντίθετη με τις δικές του πρακτικές. Γι’ αυτό ακριβώς το Κρεμλίνο στηρίζει –και χρηματοδοτεί –λαϊκιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη. Αυτή η συμμαχία δημιουργεί το όνειρο μιας ιδεολογικής ένωσης «από τη Λισαβόνα ώς το Βλαδιβοστόκ», βασισμένης όχι σε δυτικές αλλά σε «ευρασιατικές» αξίες. Και σιγά σιγά βγαίνει από το περιθώριο.

Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι είναι επί τιμή καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick