Αμφισβήτησε από το βήμα της Βουλής το Σύνταγμα που ορκίστηκε να τηρεί, καλώντας κρατικά όργανα να στρέψουν τα όπλα τους κατά της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Στη συνέχεια, υπό το βάρος των συνεπειών του νόμου και της άμεσης κινητοποίησης της Δικαιοσύνης, αφενός επιχείρησε να ανασκευάσει αποδίδοντας το αντιδημοκρατικό του παραλήρημα σε «άτυχες εκφράσεις» και «ατελείς λεκτικές υπερβολές», αφετέρου έσπευσε να εξαφανιστεί από τις διωκτικές Αρχές και να κρυφτεί επί μέρες. Και από σήμερα ο υπόδικος Κώστας Μπραμπαρούσης –περί αυτού ο λόγος –είναι ο πρώτος βουλευτής στη σύγχρονη ελληνική ιστορία ο οποίος φορτωμένος με το κακούργημα των προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας –αδίκημα που συγκαταλέγεται στα εγκλήματα που συνιστούν προσβολές κατά του πολιτεύματος –θα ασκεί τα καθήκοντά του όντας υποχρεωμένος να τηρεί απαρέγκλιτα τους περιοριστικούς όρους που του επέβαλε χθες η Δικαιοσύνη.

Επειτα από μία απολογία που κράτησε περίπου μιάμιση ώρα, ανακριτής και εισαγγελέας αποφάσισαν να αφήσουν μεν ελεύθερο τον υπόδικο βουλευτή αλλά να του επιβάλουν αυστηρούς περιοριστικούς όρους ώστε να διασφαλιστεί η παρουσία του και στα επόμενα στάδια της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσής του. Συγκεκριμένα, ο Μπαρμπαρούσης πρέπει να καταβάλει εγγύηση 30.000 ευρώ, να εμφανίζεται τρεις φορές τον μήνα στο αστυνομικό τμήμα, ενώ παράλληλα του απαγορεύθηκε η έξοδός του από τη χώρα.

Η δήλωση. Κατά την έξοδό του από το ανακριτικό γραφείο, με τη βεβαιότητα πλέον ότι είχε αποφευχθεί ο κίνδυνος της προσωρινής του κράτησης, ο Μπαρμπαρούσης δήλωσε: «Θα σεβόμουν όποια απόφαση κι αν έπαιρνε η ελληνική Δικαιοσύνη. Ευχαριστώ τους δικηγόρους μου. Η Μακεδονία είναι ελληνική κι αυτό δεν αλλάζει».

Στα Δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων βρέθηκαν χθες καμιά δεκαριά υποστηρικτές του υπόδικου βουλευτή που τον επιδοκίμασαν, όπως άλλοι χρυσαυγίτες βουλευτές μετά την ομιλία του μέσα στο Κοινοβούλιο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μετά τον διέγραψαν από την ΚΟ, σε μία κίνηση επικοινωνιακού χαρακτήρα και απόσεισης ευθυνών.

«Η πρόθεσή μου ήταν στην ολιγόλεπτη τοποθέτησή μου να θέσω κατά τρόπο εμφατικό το ζήτημα της ευθύνης συγκεκριμένων κρατικών οργάνων από τη λήψη αποφάσεων, που κατά την πολιτική μου άποψη, θα ήταν αφ’ ενός ζημιογόνα για τα εθνικά συμφέροντα και αφ’ ετέρου προϊόν επιβολής των εντολών του διεθνούς παράγοντα επί μιας ενδοτικής και αντιπατριωτικής κυβερνητικής στάσης. Η σχετική άκομψη φρασεολογία μου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προτροπή ή κατάλυση ή μεταβολή ή αλλοίωση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, πρώτα απ’ όλα διότι ευθαρσώς δηλώνω ότι δεν υπήρξε ούτε νοητική σύλληψη και έπειτα διότι, κατά λογική εκτίμηση, η απροσφορότητα να συντελεσθούν πολιτειακές εκτροπές από φραστικές υπερβολές ομιλητή, χωρίς σχετική θεσμική αρμοδιότητα και μάλιστα από το βήμα της Βουλής, είναι πρόδηλη», υποστήριξε μεταξύ άλλων σε γραπτή δήλωσή του που δημοσιοποιήθηκε ενώ τελούσε υπό κράτηση στη ΓΑΔΑ μέχρι να απολογηθεί.

Στη δήλωσή του αναφέρει μάλιστα πως η «η ανάκληση της φρασεολογίας αποτελεί ενσυνείδητη επιλογή μου και όχι φοβική αντίδραση» «ερμηνεύοντας» την τακτική της αποποίησης των λόγων του και της απόσεισης των ευθυνών του ακολούθησε ο ίδιος, όταν κατάλαβε ότι όσα είχε πει είχαν περάσει στο πεδίο της Δικαιοσύνης και είχαν δρομολογηθεί δικαστικές εξελίξεις εις βάρος του.

Από εδώ και πέρα ο κατηγορούμενος βουλευτής θα πρέπει να αναμένει την απόφαση του δικαστικού συμβουλίου, τα μέλη του οποίου με βούλευμά τους θα κληθούν να αποφασίσουν για την παραπομπή του ή μη στο ακροατήριο.