Ενας ποδοσφαιρικός μύθος λέει πως όταν μοίρασαν για πρώτη φορά τα νούμερα στις φανέλες των ποδοσφαιριστών, το «1» δόθηκε στον τερματοφύλακα γιατί είναι ο πρώτος που θα κατηγορηθεί μετά την ήττα.

Ο υπερασπιστής της εστίας της ομάδας είναι ο μοναδικός παίκτης που όταν χρεώνεται λάθη δεν μπορεί να τα αποπληρώσει.

Ακόμα και όταν ένας αμυντικός στείλει κατά λάθος την μπάλα στην εστία του μπορεί να εξιλεωθεί σημειώνοντας γκολ στο αντίπαλο τέρμα.

Για τον τερματοφύλακα δεν υπάρχει εξιλέωση. Τα κατορθώματά του γράφονται στην άμμο της θάλασσας και το πρώτο κύμα τα παρασύρει στη λήθη.

Αυτό που μένει πάντοτε να τον ακολουθεί είναι η γκάφα, το λάθος, η καταδικαστική ετυμηγορία που έβγαλε για την ομάδα του.

Ο τερματοφύλακας είναι ο καταραμένος του ποδοσφαίρου. Λέγεται πως εκεί που πατά στο γήπεδο δεν ξαναφυτρώνει το χορτάρι. Η αποστολή του στο παιχνίδι είναι να εμποδίζει τη χαρά του αθλήματος, το γκολ. Τον καταριούνται όταν είναι καλός. Τον καταριούνται και όταν είναι κακός.

Είναι στη μοίρα του γραμμένο να παίρνει τα λιγότερα εύσημα και τις περισσότερες αποδοκιμασίες.

Τα λάθη του γράφονται με κεφαλαία γράμματα για να ξεχωρίζουν από τα λάθη των συμπαικτών του.

Μια χαμένη ευκαιρία σε κενή εστία από το ένα μέτρο μπορεί να βρει χίλιες δικαιολογίες. Το χορτάρι, το παπούτσι, την κακή θέση του σώματος.

Οταν γλιστρά η μπάλα από τα χέρια του τερματοφύλακα στερεύουν οι δικαιολογίες. Γίνεται αποσυνάγωγος. Ο ένοχος της ήττας. Είναι η στιγμή που όλοι θυμούνται γιατί φορά το νούμερο 1 στην μπλούζα.

Ο τερματοφύλακας είναι ο εξόριστος του γηπέδου.

Παρακολουθεί από μακριά την εξέλιξη του αγώνα, με μόνη συντροφιά την καζούρα των οπαδών της αντίπαλης ομάδας που βρίσκονται στην πλάτη του ή τις μουρμούρες των φίλων της δικής του ομάδας για τα λάθη των συμπαικτών του.

Ακόμα και στα πέναλτι, είναι αυτός που καλείται σε απολογία για τα λάθη άλλων. Είναι ο παίκτης για τον οποίον δεν ισχύει το you’ll never walk alone.