Το μέτρο της ανθρώπινης ζωής είναι ο χρόνος: από τη γέννηση μέχρι τις στιγμές της καθημερινής ζωής. Αυτή η σχέση και κατ’ επέκταση η θνητότητα βρίσκεται στον πυρήνα της όπερας «Υπόθεση Μακρόπουλος» (ή «Μακρόπουλου», όπως μεταγράφεται ελληνιστί στον επίσημο τίτλο) που ανεβαίνει στις 20 Μαΐου στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Με το έργο αυτό του Λέος Γιάνατσεκ, για πρώτη φορά στο πρώτο λυρικό θέατρο της χώρας, εγκαινιάζεται ο κύκλος στον σημαντικό τσέχο συνθέτη.

Ενα από τα λυρικά αριστουργήματα του 20ού αιώνα, το έργο συνδυάζει το υπαρξιακό δράμα με το φανταστικό στοιχείο, αναδεικνύοντας την ιστορία της διάσημης τραγουδίστριας Εμίλια Μάρτι, που έχει βρει το μυστικό της αιώνιας νιότης. Σε διαρκή διάλογο με το λιτό ιδίωμα του τσέχου συνθέτη, ο Γιάννης Χουβαρδάς υπογράφει τη σκηνοθεσία. «Παραμένω πάντα κατά κύριο λόγο ένας σκηνοθέτης του θεάτρου. Χρησιμοποιώ όμως εργαλεία και από άλλες παραστατικές τέχνες όπως ο κινηματογράφος. Δουλεύω πολύ με την έννοια του κινηματογράφου στο μυαλό μου. Και μ’ ενδιαφέρει πολύ η κίνηση. Γι’ αυτό και σε μεγάλο βαθμό δουλεύω μόνος μου κινησιολογικά τις παραστάσεις. Επίσης πολλές φορές κάνω εγώ τη μουσική επιλογή. Πιστεύω τελικά ότι η θεατρική τέχνη όπως την βλέπω και την εξασκώ έχει μια σχέση αρκετά κοντινή με την όπερα, η οποία συνδυάζει όλα αυτά τα στοιχεία», αναφέρει ο σκηνοθέτης στο «Νσυν». Αν και στην εξέλιξή της η παράσταση ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στο θρίλερ και την επιστημονική φαντασία, ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου επιμένει στην «αλήθεια» της ιστορίας. «Το έργο έχει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας ιδίως αν το συνδέσει κανείς με το θεατρικό απ’ το οποίο προέρχεται η διασκευή που έκανε ο Γιάνατσεκ. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει τόσο αυτό όσο η πραγματικότητα που υπάρχει από κάτω. Γιατί δεν είναι καθόλου επιστημονική φαντασία η αγωνία όλων μας σε σχέση με τον θάνατο: πότε θα έρθει ή πώς θα μοιάζει. Είναι μια αγωνία που μας οδηγεί πολλές φορές να ξεφύγουμε από το ανθρώπινο μέτρο και να πούμε ότι θα προσπαθήσουμε να ζήσουμε παραπάνω από όσο μας έχει επιφυλάξει η μοίρα μας, το DNA μας».

ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ. Στην «Υπόθεση Μακρόπουλος» η αφετηρία των εξελίξεων είναι η απώλεια της νεότητας από την πρωταγωνίστρια ηλικίας 300 ετών. Γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης επιλέγει να σχηματοποιήσει επί σκηνής τη μετάβασή της ή μη προς την αθανασία. «Η Εμίλια αποφασίζει να μπει μαζί με τους υπόλοιπους σ’ αυτό το σπίτι του χρόνου όπως το ονομάζω: το σκηνικό της παράστασης όπου ζουν και οι υπόλοιποι άνθρωποι, όλοι μας δηλαδή. Το σπίτι του χρόνου για μένα είναι η ζωή μας. Οπουδήποτε βρισκόμαστε ο χρόνος μετράει το πόσο θα ζήσουμε. Μ’ αυτήν την έννοια ταυτίζεται με τον θάνατο. Ο σκηνικός χώρος είναι ένας χώρος αναμονής, ένας προθάλαμος που μπορεί να οδηγεί κάπου αλλού. Σ’ αυτό τον χώρο ζουν και δρουν συνέχεια οι άνθρωποι, δεν φεύγουν ποτέ από εκεί. Είναι σαν να είναι η ζωή τους και να βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο σώμα που έχει καθορίσει μια συγκεκριμένη διάρκεια ζωής. Είναι μεταφορικός αυτός ο σκηνικός χώρος για την ίδια τη ζωή μας και τη διάρκειά της. Επειτα έχω την αίσθηση ότι αρχίζει κάποιος να σκέφτεται τον θάνατο όταν αρχίζει και νιώθει ότι η ζωή του είναι μια σειρά από επαναλήψεις. Οπότε το στοιχείο της επανάληψης εμπεριέχει από μόνο του ένα στοιχείο θνητότητας, καθώς βλέπεις ότι τίποτα δεν είναι καινούργιο», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.

ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ. Η δεύτερη συνεργασία του Χουβαρδά με τη Λυρική, υπό «ιδανικές συνθήκες» όπως υπογραμμίζει ο ίδιος (ύστερα από τον «Ντον Τζιοβάνι» του 2014), πέρα από το καλλιτεχνικό κομμάτι, αναδεικνύει και μια φιλοσοφική ανησυχία για την πορεία της ανθρώπινης ζωής. «Ενα νόημα της όπερας αυτής είναι ότι το πραγματικό νόημα της ζωής βρίσκεται στον θάνατο. Στο να ξέρουμε ότι είμαστε θνητοί και κάποια στιγμή θα πεθάνουμε, οπότε αποκτάει νόημα και η ζωή. Η πρωταγωνίστρια, από την άλλη, είναι ένα πλάσμα πολύ ψυχρό, απάνθρωπο με όλους, συμπεριφέρεται εντελώς παγερά και επιθετικά και περιφρονητικά προς όλους. Οπότε χάνει την ανθρώπινή της υπόσταση. Παρ’ όλα αυτά προσπαθούμε με όλη την οργάνωση της παράστασης να μη γέρνει όλη σ’ αυτό το μήνυμα μ’ έναν τρόπο πολύ μηχανικό και απόλυτο αλλά να ανοίγει διάφορες πόρτες από τις οποίες μπορεί κάποιος να περάσει, να μην περάσει, αυτό εξαρτάται από τον κάθε θεατή της παράστασης», προσθέτει.

Αν τελικά έβρισκε ο ίδιος το ελιξίριο της νεότητας, πώς θα αντιδρούσε άραγε; «Θα επέλεγα να ζήσω λίγο παραπάνω, αλλά εξαρτάται και από το σε ποια κατάσταση θα βρισκόμουν. Αυτό θα ήταν πολύ πιο εύκολο αν ήμουν 10-20 χρόνια νεότερος. Οσο μεγαλώνει κανείς τόσο πλησιάζει προς μία διαπίστωση ότι το βιολογικό του ρολόι έχει πάντα δίκιο και μας είναι πάντα δύσκολο ως άνθρωποι να το αποδεχτούμε αυτό, αλλά αυτή είναι η αλήθεια της ζωής. Θα ήθελα πιθανότατα να υπέκυπτα στον πειρασμό, αλλά θα ήξερα παράλληλα πως δεν είναι μια σοφή επιλογή αυτή», καταλήγει ο Γιάννης Χουβαρδάς.