Οσο προσωπική κι αν είναι η ανάλυση μιας φωτογραφίας που πιστώνεται επιπλέον στον μέγιστο σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο αλλά τεκμηριώνεται και με τις ρήσεις του Ησίοδου και του Αναξίμανδρου, οφείλουμε περισσότερο να αφουγκραστούμε τα γραφόμενα ώστε να προκύψει αβίαστα το νήμα που συνδέει ένα απώτατο παρελθόν με ένα προβληματικό παρόν. Ωστε να γίνει απολύτως κατανοητή η φράση-κλειδί μέσα στο κείμενο του νέου πεζογράφου Σπύρου Μαντζαβίνου «ο άνδρας της φωτογραφίας προδίδοντας την τάξη αφήνει το Χάος να εισέλθει σαν να το καλωσορίζει».

Οι εικόνες δεν «μιλούν» από μόνες τους. Εδώ που τα λέμε δεν μιλούν γενικώς. Δείχνουν. Κάνουν κάτι αισθητό. «Δεν λέγουν ούτε κρύπτουν αλλά σημαίνουν». Και αν «μιλούν», τότε γιατί να βρίσκουμε πάντα κάτω από φωτογραφίες λεζάντες και κάθε λογής περιγραφές και σχόλια; Οχι, εμείς μιλάμε για τις εικόνες. (Η μόνη περίπτωση να αρθρώσει κουβέντα κάποια εικόνα είναι να σταθεί πλάι σε κάποια άλλη και αυτό ακριβώς κάνει ο κινηματογράφος, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία).

Το ότι μια εικόνα δεν μιλάει από μόνη της, δηλαδή δεν έχει νόημα, αποτελεί συνέπεια του ότι ο ίδιος ο κόσμος δεν έχει νόημα, κάτι που οι Ελληνες ξέρουμε καλά. «Ητοι μεν πρώτιστα Χάοςεγένετο», διαβεβαιώνει ο Ησίοδος στη «Θεογονία» του. Ο κόσμος γεννιέται από το Χάος. Εκείνο είναι που γεννάει την τάξη και Χάος φυσικά συνεπάγεται το μη νόημα, καθώς οποιοσδήποτε και να σκύψει πάνω απ’ το βαθύ πηγάδι του Χάους δεν θα κατορθώσει ποτέ να το κατανοήσει, να το εξηγήσει και να το περικλύσει σε σαφείς και εφαρμόσιμους κανόνες και συστήματα. Οποιαδήποτε προσπάθεια συστηματοποίησης του κόσμου θα καταβαραθρωνόταν μέσα στην άβυσσό του. Ο άνθρωπος ξεπρόβαλλε από το απόλυτο σκοτάδι του πηγαδιού αναρριχώμενος στο φως ξαφνικά κι αναίτια, σαφώς και δεν κατέχει καμία απολύτως οδηγία χρήσης της ζωής, κανένα σαφές σημείο αναφοράς. Κανένα απολύτως νόημα δηλαδή. Το ότι βέβαια ο κόσμος δεν έχει νόημα δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μηδενιστική διαπίστωση, αντίθετα μας αναγκάζει να νοηματοδοτήσουμε οι ίδιοι τον κόσμο και σίγουρα δεν υπάρχει πιο δημιουργική διαδικασία.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στη φωτογραφία έχω την επίγνωση πως δεν θα κάνω τίποτα άλλο από το να γράψω τη δική μου ερμηνεία και να την νοηματοδοτήσω με βάση τον εαυτό μου (καθώς κανένα κρυμμένο νόημα δεν υπάρχει) έχοντας πάντα βέβαια στραμμένο το βλέμμα επάνω σε αυτήν (μακριά από μένα μεταμοντέρνες οπτικές), επομένως καθόλου αυθαίρετα. Και φυσικά θα υπεραναλύσω, καθώς πιστεύω πως κάθε ανάλυση που σέβεται τον εαυτό της είναι υπερανάλυση.

Ο άνδρας, με το γύρισμα του κεφαλιού του, μπορεί να προδίδει τη στρατιωτική τάξη που επιβάλλεται να ακολουθήσει, αλλά ταυτόχρονα διασώζει τη φωτογραφία καθώς η αλήθεια είναι πως κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για αυτήν αν πρωταγωνιστούσαν τρεις απρόσωπες πλάτες. Σαφώς ένα χαμόγελο στον φακό χαρίζει περισσότερες πιθανότητες στην αθανασία της, ειδικά –αν όχι κυρίως –με την αντιπαραβολή του άνδρα με τη στάση των συναδέλφων του δίπλα του.

Ως εξομολόγηση –και πιθανώς προς υπεράσπιση της εμμονής μου –οφείλω σε αυτό το σημείο παρεκβατικά να παραδεχθώ πως το θάρρος στην πεποίθησή μου πως η φωτογραφία αυτή αξίζει περαιτέρω ενασχόληση το έδωσε –εν αγνοία του φυσικά –ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο οποίος στην ταινία του«Μέρες του ’36» –από την οποία προφανώς και την αλίευσα -, όχι μόνο την χρησιμοποίησε ανάμεσα σε άλλες στους τίτλους αρχής, αλλά επίσης την επέλεξε ως την τελευταία των τίτλων, με το όνομά του μάλιστα γραμμένο επάνω της.

Η πρώτη μου εξομoλόγηση –όπως άλλωστε πολύ συχνά συμβαίνει με τις εξομολογήσεις –με οδηγεί αμέσως σε μία δεύτερη: Δεν κατόρθωσα να μάθω αρκετά πράγματα για το περιεχόμενο της φωτογραφίας, γνωρίζω μονάχα πως η σκηνή διαδραματίζεται κάπου στην Αθήνα, στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Η άγνοιά μου όμως δεν είναι ικανή να αναστείλει την επιθυμία μου να γράψω για αυτήν, καθώς το ιστορικό της πλαίσιο δεν είναι τόσο κομβικό για αυτό που έχω στο μυαλό μου.

Ο άνδρας της φωτογραφίας λοιπόν, διασπώντας την τάξη που η θέση του τού επιβάλλει, αφήνει το Χάος να εισέλθει, σαν να το καλωσορίζει.

Φέρεται σαν να γνωρίζει πως απόλυτη τάξη, όπως και οτιδήποτε απόλυτο φυσικά, δεν δύναται να υπάρξει όσο και να προσπαθήσει κανείς. Το Χάος έτσι και αλλιώς θα βρει μια τρύπα να παρεισφρήσει, σαν έμπειρος ποντικός σε ψευδότοιχο. Στην κοσμοθεωρία του, που ούτε ο ίδιος γνωρίζει πως υφίσταται μέσα του, υπάρχει μόνο το «περίπου», κυριαρχεί το «ενδιάμεσο» (σημαντικό είναι πως παρ’ όλα αυτά τα χέρια του θα παραμείνουν εθιμοτυπικά πίσω από την πλάτη). Γυρίζει με τρόπο που κανείς Δυτικός (με εντελώς διαφορετική κοσμοθεώρηση) δεν θα μπορούσε.

Τολμώ να υποψιάζομαι λοιπόν πως η ελληνική αδεξιότητα και αμηχανία απέναντι σε κάθε λογής απόλυτη «τάξη», κανόνες και συστήματα δεν οφείλεται κατά την συνήθη απλοϊκή ερμηνεία σε κάποιου είδους «καθυστέρηση», αλλά –μεταξύ φυσικά και άλλων παραγόντων, καθώς η πολυαιτιοκρατία δεν χάνει ποτέ την ισχύ της –σε μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου. Εφόσον κάποια έξωθεν αλήθεια, νόημα ή τέλος πάντων προκαθορισμένη ιδεατή τάξη των ανθρωπίνων πραγμάτων, την οποία οφείλουμε να προσεγγίσουμε, δεν υπάρχει, τα μόνα σημεία αναφοράς είμαστε εμείς οι ίδιοι και μονάχα εξ ονόματός μας δρούμε και μιλούμε. Δεν υπάρχει απόλυτος προκαθορισμένος τρόπος τού να στέκεσαι.

Ο άνδρας χαμογελά στον φακό. Και εν ώρα εργασίας ακόμα, πάντα υπάρχει χρόνος για ένα χαμόγελο. Χωρίς να το ξέρει, πραγματοποιεί αυτό που ο Περικλής με περηφάνια ονομάζει «μετά χαρίτων», με χάρη. «Κάθε πολίτης είναι ικανός να εκτελέσει έναν μέγιστο αριθμό πραγμάτων με τη μέγιστη χάρη» αναφέρει χαρακτηριστικά στον «Επιτάφιο». Χωρίς δηλαδή αυτό το βάρος του επαγγελματισμού που παραμερίζει βιαίως και αποφασιστικά όλα τα άλλα.

Μετά χαρίτων, άλλωστε, λίγα χρόνια μετά, φαντάροι σαν κι αυτούς επάνω στο καμιόνι της φωτογραφίας (ίσως μάλιστα και οι ίδιοι), με γέλια και τραγούδια και όχι με σκυθρωπά πρόσωπα, όχι υπό το βάρος της υποχρέωσης, όχι πιστοί σε κάποιο σύστημα αλλά αυτοπροαιρέτως, έσπευσαν στα βουνά για να πολεμήσουν και να σκοτωθούν, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.