Ο συχωρεμένος εδώ και χρόνια παππούς του (του οποίου φέρει ατόφιο το ονοματεπώνυμο) έμεινε στην Ιστορία ως «το λιονταράκι του Ολυμπιακού» κι ελόγου του υιοθετεί ασμένως την ατάκα του Ουίνστον Τσόρτσιλ…

«Δεν είμαι λιοντάρι, αλλά εφόσον μου ανέθεσαν το έργο να βρυχηθώ, θα το κάνω».

Του Βασίλη Ξανθόπουλου του ανέθεσαν πολλά πράγματα, εκτός από να βρυχάται τεχνηέντως: να αμύνεται, να πασάρει, να οργανώνει, να κλέβει μπάλες, να εμπεδώνει την ηρεμία και να κρατά σώας τας φρένας της εκάστοτε ομάδας του. «Ευτυχώς που δεν μου αναθέτουν να σκοράρω, γιατί με αυτό το… άθλημα δεν έχω πολλές παρτίδες. Πού και πού μπορεί να δεχθώ την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και να κάνω την επιθετική υπέρβασή μου, αλλά το νιώθω σαν πάρεργο» αυτοσυστήνεται ο «πιο-πλέι-μέικερ-πεθαίνεις» της ΑΕΚ!

Ο παππούς του ήταν ένας θρύλος. Ονομα και πράγμα θρύλος! Ο γεννημένος το 1929 Βασίλης Ξανθόπουλος, που έφυγε από τη ζωή πριν από είκοσι χρόνια, γεννήθηκε στην Παλιά Κοκκινιά και άρχισε την καριέρα του στην Προοδευτική. Το 1951 μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό στον οποίο, στην αρχή ως μέσος και στη συνέχει ως δεξιός οπισθοφύλακας, υπήρξε θεμέλιος λίθος στην κατάκτηση έξι Πρωταθλημάτων και έξι Κυπέλλων που τον αναγόρευσαν σε Θρύλο.

«Με πρωτοπήρε όταν ήμουν πέντε χρονών, με πήγε στο ανοικτό γήπεδο απέναντι από τη λέσχη του Ολυμπιακού στο Πασαλιμάνι και με άφησε στα χέρια του Αλέκου Σπανουδάκη. Υστερα αρρώστησε και με πηγαινοέφερνε στις προπονήσεις και στους αγώνες ο άλλος παππούς» θυμάται από εκείνη την πρώιμη φάση της μακράς, σπουδαίας, συνεπέστατης και τίμιας καριέρας του ο 34χρονος πόιντ γκαρντ.

Στην Παλιά Κοκκινιά

Γέννημα-θρέμμα της Παλαιάς Κοκκινιάς, ο Ξανθόπουλος δόθηκε δανεικός σε ηλικία 17 ετών στον Πειραϊκό για να κάνει το… αγροτικό του. Οταν επέστρεψε πίσω, είχε φύγει ο Ηλίας Ζούρος και τότε, επί ημερών Σούμποτιτς, ο Ολυμπιακός του πρότεινε πενταετές συμβόλαιο με τον βασικό μισθό και εν τέλει τον άφησε ελεύθερο…

Υστερα από 16 χρόνια επαγγελματικής καριέρας στη Νήαρ Ηστ, στον Παναθηναϊκό (τρεις θητείες), στον ΠΑΟΚ, στον Πανιώνιο (τρία περάσματα), στον Πανελλήνιο, στην ισπανική Ομπραντόιρο, στον Αρη και πλέον στην ΑΕΚ, ο Ξανθόπουλος εξακολουθεί να είναι ο παίκτης τον οποίο γουστάρουν όλοι οι προπονητές!

Τον γούσταρε ο Ομπράντοβιτς, οποία τιμή! «Εκεί, δίπλα του, έμαθα να είμαι σκληρός από πνευματικής πλευράς και να αντέχω στις δοκιμασίες» τονίζει ο Βασίλης, τον οποίο ο Θανάσης Γιαννακόπουλος αποκαλούσε Γιώργο. «Με μπέρδευε με τον Γιώργο Καλαϊτζή, αλλά και τον Καλαϊτζή μερικές φορές τον μπέρδευε με τον Γεωργικόπουλο που έπαιζε παλαιότερα στο Παναθηναϊκό και τον φώναζε Γιάννη».

Την Παρασκευή ο Ξανθόπουλος υπήρξε ο αφανής ήρωας της νίκης της ΑΕΚ επί της Μούρθια, μάλιστα ο Κυριάκος Ραμπίδης απόρησε επειδή δεν έπαιζε περισσότερο. Σαράντα οκτώ ώρες αργότερα έδειξε και πάλι το ποιόν του, μάλιστα στο τελευταίο ενάμισι λεπτό, με ένα… χαστούκι στην μπάλα και δυο deflections αποσόβησε ισάριθμα καλάθια της Μονακό.

«Μπροστά σε τόσο κόσμο και με τέτοιο μεγάλο δέλεαρ, ακόμη κι αν είσαι νάνος γίνεσαι Σούπερμαν. Σε τεντώνει, σε μεγαλώνει η ατμόσφαιρα. Μου αρέσει αυτό που κάνω και έχω μπει στο πετσί ενός συγκεκριμένου ρόλου, σαν να είμαι ένας μικρός προπονητής μέσα στο γήπεδο» σκιαγραφεί το προφίλ του ο διεθνής πλέι μέικερ, ο οποίος από μικρός είχε ως ίνδαλμα τον σεσημασμένο για τις αμυντικές ικανότητες του (εξ ου και το παρατσούκλι «The glove», δηλαδή «Το γάντι») Γκάρι Πέιτον. Και από αντιπάλους; «Τα είδα όλα κωλυόμενα όταν στην παρθενική σεζόν μου στην Α1, το 2002, με τη Νήαρ Ηστ αντιμετώπισα τον Τζο Κρίσπιν της ΑΕΚ και αργότερα ως αντίπαλος του Ρόντρικ Μπλάκνεϊ».

Στη φετινή η ΑΕΚ ο Ξανθόπουλος μοιάζει με γιατρό σε διαρκή εφημερία, υπό την έννοια ότι καλείται συχνά να θεραπεύσει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν! «Είμαι εντελώς διαφορετικός παίκτης από τον Μάικ Γκριν, με τον οποίο αλληλοσυμπληρωνόμαστε και γι’ αυτό παίζουμε καλά όταν βρισκόμαστε μαζί στην πεντάδα. Γενικότερα όμως στη φετινή ομάδα, επειδή μαζευτήκαμε κιόλας πολλοί Ελληνες που είμαστε συνομήλικοι, γνωριζόμαστε από παλιά και έχουμε ξαναπαίξει μαζί, βγάζουμε μια καλή χημεία και την ατμόσφαιρα της παρέας».

Αύρα

Ολες τις προηγούμενες ημέρες ο Ξανθόπουλος ένιωθε να τον κυριεύει το άγχος. «Στον ημιτελικό, όταν έκανα ένα φάουλ στον Χάνα για να μη σουτάρει τρίποντο, κοίταξα τους διαιτητές με τρόμο μήπως με χρεώσουν με αντιαθλητικό. Παράλληλα όμως υπήρχε τέτοια αύρα που ένιωθα ότι δεν γινόταν να χάσουμε το τρόπαιο. Γι’ αυτό κιόλας στον τελικό αυθαδίασα –σε σχέση με τα μέτρα μου –με εκείνη την πάσα πίσω από την πλάτη στον Μαυροειδή που σκόραρε με floater από την κορυφή της ρακέτας».

Και μετά τους δυο τίτλους τι ακολουθεί; Μήπως και η κατάκτηση του πρωταθλήματος; «Ε όχι δα» αντιδρά ο Ξανθόπουλος. «Κάτι τέτοιο θα ήταν το άκρον άωτον της υπερβολής, αλλά μήπως και οι δυο τίτλοι που έχουμε κατακτήσει δεν αποτελούν την υπερβολή μιας αλλοπρόσαλλης ομάδας; Δεν διαλέγουμε ματς για να παίξουμε καλά, απλώς είναι άλλο το διακύβευμα ενός αγώνα με τον Προμηθέα κι άλλο ενός τελικού του Κυπέλλου ή του Champions League. Δεν είμαστε κιόλας ως ομάδα εθισμένη στον πρωταθλητισμό, τώρα εκπαιδευόμαστε και γι’ αυτό παρουσιάζουμε τέτοιες παλινωδίες στην απόδοση και στα αποτελέσματά μας».