Ο χάρτης της μοντέρνας εποχής βρίσκεται πάνω στα ρούχα. Στην προτελευταία της συλλογή για τον οίκο Celine η σχεδιάστρια Φίμπη Φάιλο τύπωσε πάνω σε μεταξωτά πουκάμισα, φορέματα και παντελόνια τον παγκόσμιο άτλαντα. Η ιδέα της να παίξει με την παγκοσμιοποίηση και την εξάπλωση της μόδας σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη έχει πολλά επιμέρους επίπεδα σχολιασμού. Η γεωγραφία των σωμάτων σήμερα φανερώνει ότι η ταυτότητα των φύλων δείχνει προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα. Σε αυτή τη χαρτογράφηση του μοντέρνου η αίσθηση της αβεβαιότητας έρχεται να καλύψει μεγάλες εδαφικές περιοχές. Συχνά τα κέντρα παραγωγής της μόδας είναι εκεί όπου οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις μετακινούν ομάδες πληθυσμών. Και αυτή η απρόβλεπτη κινητικότητα αποσταθεροποιεί δείκτες χρηματιστηρίων προσβάλλοντας στη συνέχεια τις αξίες των μετοχών οίκων πολυτελείας. Το ρούχο και οι άνθρωποι που το δημιουργούν στο σύγχρονο περιβάλλον είναι περικυκλωμένοι από αίθουσες συσκέψεων τεχνοκρατών. Η ατμόσφαιρα στο εργαστήριο ραπτικής όπου οι χειροτέχνες δούλευαν με τον σχεδιαστή για να ολοκληρώσουν στο ύφασμα αυτό που εκείνος ξεκινούσε σχεδιάζοντας γραμμές σε ένα φύλλο από χαρτί ανήκει στο παρελθόν.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η νεωτερικότητα ως τρόπος ζωής διαμόρφωνε στον κινηματογράφο, στη μουσική και στην ποπ κουλτούρα νέα είδωλα, συνήθειες και συμπεριφορές. Η ξανθιά αισθησιακή Μέριλιν Μονρόε, η τολμηρή Μπριζίτ Μπαρντό, η μυστηριώδης Κατρίν Ντενέβ εκείνη την εποχή γίνονταν σύμβολα της θηλυκότητας. Η φεμινίστρια Σιμόν ντε Μποβουάρ περιέγραφε στο βιβλίο της «Το σύνδρομο της Λολίτας» την Μπριζίτ Μπαρντό αναφέροντας: «Σε μια εποχή όπου οι γυναίκες οδηγούν αυτοκίνητα και παίζουν χρηματιστήριο, μυστήριο υπάρχει σε κάθε γυναίκα και φυσικά στην Μπριζίτ Μπαρντό. Η Μπριζίτ είναι το πιο χαριτωμένο νέο είδος γυναίκας». Η εποχή εκείνη ήταν ορόσημο και για τη μόδα. Μόδα υπήρχε μέσα στα σαλόνια της υψηλής ραπτικής και στην οθόνη του κινηματογράφου. Ωστόσο υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, το οποίο αποτυπώνει ο χάρτης της μόδας του μοντέρνου ύφους των ρούχων της Celine. Το βρίσκουμε στην «επείγουσα κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών». Σε αυτή τη συνθήκη στην οποία βρίσκεται σήμερα μεγάλο τμήμα της μεσαίας τάξης στην ελληνική επικράτεια αλλά και σε μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής ζώνης. Καθώς ανάλογη ήταν και η συνθήκη που επικρατούσε στην πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού την εποχή του 1958 και των αρχών της δεκαετίας του ’60. Τότε δηλαδή που το ράψιμο ήταν μία από τις αρετές των γυναικών αλλά και μια μορφή οικιακής οικονομίας. Οι γυναίκες που έραβαν τα δικά τους ρούχα αλλά και των οικείων τους βοηθούσαν στο πνεύμα της γενικευμένης αποταμίευσης που ήταν διαδεδομένο στη μεταπολεμική Ελλάδα. Πόσο πράγματι διαφορετική ατμόσφαιρα από την ευρωπαϊκή και την αμερικανική επικράτεια της Δύσης.

Οταν όμως ξεκίνησε η αστυφιλία μαζί με τη χάραξη νέων δρόμων και τη δημιουργία μεγαλύτερων συνοικιών, η πυκνότητα των πολυκατοικιών έφερε στις γειτονιές της πρωτεύουσας και τις μοδίστρες. Μαζί με φιγουρίνια και πατρόν από το εξωτερικό τα οποία διέδιδαν τα σχέδια και τα χρώματα της νέας μόδας σε όλο και περισσότερες γυναίκες. Οι οποίες άρχισαν με λιγοστές οικονομίες και με ένα άτυπο σύστημα υπολογισμού εξόδων γκαρνταρόμπας να αποκτούν εποχική σχέση με τη μοδίστρα για το ράψιμο ενός καινούργιου ρούχου και την επισκευή ή μετατροπή παλαιότερων κομματιών. Η κάλυψη των βασικών αναγκών άρχισε να μεταβάλλεται. Η αρχική ενοχή που είχαν για τα ρούχα οι οικονομικά εκδιωχθέντες από την απόλαυση της επιμέλειας του εαυτού τους σταδιακά άλλαζε. Και μετεξελίχθηκε σε επιθυμία. Οπως εγκαταλείφθηκε η διάκριση ανάμεσα στην υψηλή και στη χαμηλή τέχνη, έτσι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην υψηλή και στη χαμηλή ραπτική, την πολυτέλεια και τη «φτωχή αισθητική». Χωρίς να λείπουν, φυσικά, οι ενδιάμεσες ζώνες, στις οποίες όλο και περισσότεροι σήμερα διεκδικούν θέση.