Εχουν γραφεί μελέτες επί μελετών και βιβλία επί βιβλίων για τη σχέση της λογοτεχνίας με την Ιστορία. Συνοψίζοντας, θα έλεγε κανείς πως όσο «αδικείται» η Ιστορία σ’ ένα αφηγηματικό έργο τόσο «ωφελείται» η λογοτεχνία ή όσο «υποφέρει» η λογοτεχνία τόσο ακριβέστερη γίνεται η αναπαράσταση της Ιστορίας. Αν και ο Στέφαν Τσβάιχ σ’ ένα εξαίρετο δοκίμιό του με τον τίτλο «Ιστορία, αυτή η ποιήτρια» διατείνεται πως «στην πραγματικότητα οι λαοί που έρχονται επικεφαλής στην ιστορία της κουλτούρας είναι αυτοί που γνώριζαν να αυτοπαρουσιαστούν με τον πιο ποιητικό τρόπο, που μπορούσαν να σηκώσουν τη ζωή τους στο ύψος μιας saga, ενός μύθου. Αυτό που μετρά τόσο για τους σύγχρονους όσο και για τους μεταγενέστερους δεν είναι η αριθμητική σπουδαιότητα ενός λαού ούτε ο αριθμός των σκοτωμένων στις μάχες στρατιωτών ούτε το εμβαδόν των κατεστραμμένων περιοχών, αλλά ακριβώς αυτό που συσσωματώθηκε σε πλαστική αξία μέσα στο ποιητικό οπλοστάσιο της ανθρωπότητας».

Θ’ αναρωτηθεί κανείς τι σχέση μπορεί να έχει το βιβλίο διηγημάτων του Γιώργου Κυριακόπουλου «Η τρισεγγονή της Αραπίνας» με την Ιστορία ώστε να χρειάζεται ακόμη και η ρήση του σπουδαίου αυστριακού, εβραϊκής καταγωγής, συγγραφέα, που αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του το 1942, γεμάτος φρίκη και απελπισία με τις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να τεκμηριωθεί η σχέση αυτή. Μπορεί να μην τις χαρακτήριζες καν ως «πινελιές», μέσα στα 21 διηγήματα του βιβλίου, αλλά οι αναφορές είτε πρόκειται για τον Σπύρο Μαρκεζίνη που υποσχόταν τον Απρίλιο του 1953 ότι η ισοτιμία δολαρίου και δραχμής δεν πρόκειται να αλλάξει –ενώ άλλαξε το ίδιο βράδυ –ή για τον παππού που διάβαζε την «Αυγή» κι έφτυνε για την επίσκεψη του Αντενάουερ στη Σαντορίνη είτε για τον Σέρβο Μπράνκο Ηλιάδη που πέρασε στη Φλώρινα το 1917, μέσα στην αναμπουμπούλα του πολέμου, ή τέλος για τη σύνδεση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967 με το πραξικόπημα του μαρξιστή και σοβιετόφιλου Σιαντ Μπάρε στη Σομαλία το 1969, κάνουν τον πολιτικό και κοινωνικό ορίζοντα –και μάλιστα τόσο απομακρυσμένων μεταξύ τους εποχών –σχεδόν να δεσπόζει, σ’ ένα βιβλίο που φαίνεται να μη φιλοδοξεί τίποτε περισσότερο παρά ν’ αφηγηθεί όσο γίνεται πιο γλαφυρά απλές ανθρώπινες ιστορίες.

Αφηγηματική βιρτουοζιτέ

Ωστόσο καμιά ιστορία, όσο συναρπαστική κι αν είναι αυτή καθαυτή, δεν υφίσταται ποτέ μόνη της και ο Γιώργος Κυριακόπουλος, παρά τη δριμύτητα συχνά της γραφής του, έχει αναγάγει την αλήθεια αυτή σε αφηγηματική βιρτουοζιτέ ώστε ν’ αρκούν δυο λέξεις μόνον, όπως οι λέξεις «λίρες» και «χτικιό», για να κατανοήσεις σε ποιες ακριβώς δεκαετίες αναφέρονται τα διηγήματα που τις περιλαμβάνουν. Αν και δεν είναι λίγες οι δεκαετίες αυτές, ένα υπόγειο και σε μεγάλο βάθος επεξεργασμένο νήμα μάς δένει μαζί τους και μας τις γνωρίζει εξόχως ουσιαστικά, έστω κι αν τα «δωμάτια υπηρεσίας» ή ο κουμπαράς ενός μικρού αδελφού μοιάζει να εξισώνονται –αν δεν υπερτερούν κιόλας –με τη βασιλόφρονα και αντιβενιζελική γιαγιά που παντρεύτηκε κομμουνιστή και την κηδεία του στρατάρχη Παπάγου. Ισως η κυριότερη αφηγηματική αρετή του Γιώργου Κυριακόπουλου να είναι πως όλα τα περιστατικά σ’ οποιαδήποτε χρονική περίοδο ή σ’ οποιαδήποτε περιοχή κι αν τοποθετούνται, αποπνέουν μια τόση οικειότητα, ώστε μια αυλή στις Τζιτζιφιές με απλωμένα ασπρόρουχα τη δεκαετία του 1910 να ηχεί ως κάτι τόσο φυσικό όσο ο Αλτουσέρ –ένα βιβλίο του βέβαια –τα πρόσφατα χρόνια στην Κάρπαθο.

Θα ήταν δυνατόν όλα αυτά να διατηρούν τη γοητεία τους ακόμη κι αν παρέμεναν ως κάτι το μεμονωμένο μέσα στις σελίδες της «Τρισεγγονής της Αραπίνας», το ενδιαφέρον τους όμως έγκειται πως επικοινωνούν μεταξύ τους κατά έναν τρόπο που θα τον χαρακτήριζες ως αλχημεία, αφού η έννοια της σύνθεσης λειτουργεί όπως ακριβώς θα το απαιτούσε ένα μυθιστόρημα κι όχι μια σειρά 21 ακόμη και εξαίρετων διηγημάτων.

Η λογοτεχνία που έχει γραφεί στο παρελθόν –έστω κι αν οι δημιουργοί της έχουν «χαθεί» και η ίδια δεν διαβάζεται –προκειμένου να διαιωνίζεται, χρειάζεται να ανανεώνεται διαρκώς με καινούργιες ιστορίες. Ο Γιώργος Κυριακόπουλος φαίνεται ν’ απαντά μ’ έναν άμεσο τρόπο στο ερώτημα κατά πόσο αφηγηματικά έργα που οφείλονται σε άμεσα εμπλεκόμενους με τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά, γεγονότα δημιουργούς, έχει νόημα να τα πληροφορούμαστε εκ νέου χάρη σε συγγραφείς που για μεγάλο μέρος των ιστορικών αυτών γεγονότων διατηρούν μνήμες ακουστικές ή η γνώση τους οφείλεται στη μελέτη τους και μόνο. Μοιάζει με μια άκρως ιδιότυπη λειτουργία της δικαιοσύνης, δηλαδή όσο ξελαγαρίζουν οι μνήμες των μεγάλων γεγονότων και μένει το κατακάθι τους τόσο πληρέστερη να γίνεται η λογοτεχνική σύνθεση που ανακινεί το κατακάθι αυτό. Σάμπως ο μικρόκοσμος να παίρνει το πάνω χέρι σε σχέση με τον μακρόκοσμο και η φράση της κυρίας Πελαγίας που δίδασκε καλλιγραφία λέγοντας «η ομορφιά της γραφής δείχνει την ομορφιά του χαρακτήρος» να διεκδικεί τόση «αιωνιότητα» όση μονοπωλεί η αναγνωρισμένη απ’ όλους φράση του Βιργίλιου «ευτυχής εκείνος που γνωρίζει τις αιτίες των πραγμάτων». Θα έλεγε κανείς πως η Ιστορία –τόσο η μεγάλη όσο και η μικρή –δημιουργεί συνειδητά εμπόδια, ώστε με την ευχέρεια να μεταβάλλει το χαρακτηρισμένο ως κατακριτέο την ώρα που συντελούνταν, σε αμφισβητήσιμο και προβληματικό –το λιγότερο –στο μέλλον, να του δίνει τελικά μια άκρως ποιητική υπόσταση. Φτάνει να προσέξει κανείς τη «διαχείριση» της ομοφυλοφιλίας στην «Τρισεγγονή της Αραπίνας» για να αντιληφθεί του λόγου το αληθές.

Η ιδιωτική συνθήκη

«Βρισκόμαστε εδώ κάτω για να γίνουμε αιώνιοι»

Οσο ευρύς είναι ο ιστορικός ορίζοντας στα 21 διηγήματα του βιβλίου, άλλο τόσο αναπεπταμένη, μάλλον πολύ περισσότερο, είναι η ιδιωτική συνθήκη ώστε να αναρωτιέσαι τι μπορεί να ενώνει τη θεία Ινώ με τη Λωρέττα και τον Ρογήρο Βαϊκούση με την Μπίστη («ήρωες» όλοι τους τεσσάρων ομότιτλων διηγημάτων), τουλάχιστον στον βαθμό που αναγνωρίζεις τη σχέση ανάμεσα στο όνομα της Καλλιρρόης Παρέν στο διήγημα «Διαλέκτους τηγανητάς» και του σκηνοθέτη Αμπελ Γκανς στο διήγημα «Cognoscere causas rerum». Την απάντηση, ευτυχώς, μας τη δίνει πάλι ο Στέφαν Τσβάιχ, κλείνοντας το δοκίμιό του που ήδη μνημονεύσαμε, γράφοντας: «Δεν υπάρχει παρόν που να μην είναι αμέσως Ιστορία. Με αυτόν τον τρόπο είμαστε όλοι, ως κομπάρσοι ή πρωταγωνιστές, σταθερά αναμεμειγμένοι σ’ ένα δράμα σε πλήρη εξέλιξη. Δρώντας, δημιουργώντας, γράφοντας, πληρούμε όλοι μας έναν σκοπό, ο καθένας τον δικό του κι όμως τον ίδιο κατά βάθος, που τοποθετείται πέρα από τον χρόνο και που γι’ αυτόν ο Γκαίτε βρήκε μια θαυμαστή διατύπωση: «Βρισκόμαστε εδώ κάτω για να γίνουμε αιώνιοι»».

info

«Η τρισεγγονή της Αραπίνας» θα παρουσιαστεί στο Free Thinking Zone (Σκουφά 64, Αθήνα)στις 23/4 και ώρα 19.30. Με το συγγραφέα θα συζητήσει η δημοσιογράφος Κατερίνα Σχοινά.