«Τέλη του καλοκαιριού του 1939 (…) Βρισκόμουν σε ένα τρένο γυρίζοντας από την Βιέννη. (…) όσο το τρένο κατέβαινε από τα αγριοτόπια της Σερβίας σ’ ένα βαγόνι της τρίτης θέσης κουλουριασμένον, σκυμμένον, πάνω σ’ ένα καλάθι που το σκέπαζε με τα δυο του χέρια τον είδα: ένα νέο παλληκάρι, σχεδόν έφηβο, τον Περπέσα, τον νέον Ελληνα συνθέτη που είχε αρχίσει να τον προβάλλη ο Μητρόπουλος». Είναι οι πρώτες αναμνήσεις του Ηλία Βενέζη από τη συνάντηση με τον Χαρίλαο Περπέσα, τον μουσικοσυνθέτη που αξίζει μια θέση στη φανταστική τριάδα με τους Δημήτρη Μητρόπουλο και Νίκο Σκαλκώτα, αλλά παραμένει μέχρι τις ημέρες μας άγνωστος. Ο Βενέζης περιγράφει στα «Φιλολογικά σημειώματα» εφημερίδας της εποχής –πιθανότατα στο «Βήμα» –ένα μέρος της κινηματογραφικής ζωής τού ιδιόρρυθμου Περπέσα. «Τέλη καλοκαιριού του 1949 (…) ο Μητρόπουλος, διευθύνοντας την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, σολίστ ο ίδιος στο πιάνο είχε τελειώσει το κοντσέρτο του Προκόφιεφ. Τον αποθέωσαν (…) Πισω από το μαέστρο φάνηκε πλάσμα άλλο. (…) το ένα του το χέρι το αριστερό ήταν κομμένο. (…) Το πουλί, το αγριοπούλι, το χτυπημένο, το κυνηγημένο, που παλεύει. Ηταν εδώ πάλι το πουλί, το αγριοπούλι, κυρτωμένο, λαβωμένο μες στον πιο πολυάριθμο χώρο του κόσμου, μες στην πιο άγρια ερημιά που μπορεί να αισθανθεί ο άνθρωπος στο χώρο αυτόν του πλήθους. Ηταν εδώ και ακολουθούσε την ξένη δόξα, τυλιγμένο και αυτό από την εποχή της. Δεν ήξερα πως ο Περπέσας ήταν στην Νέα Υόρκη, δεν ήξερα τι είχε απογίνει. Είχα μάθει πως ένας όλμος στο κίνημα του είχε χτυπήσει το χέρι και του το κόψανε».

Το έργο του άγνωστου αυτού συνθέτη με τίτλο «Συμφωνία του Χριστού», την ανασύσταση του οποίου έχει ολοκληρώσει προ ετών το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, κερδίζει νέο ενδιαφέρον στην ερχόμενη σεζόν. Θα παιχτεί στην Τιμισοάρα της Ρουμανίας στις 21 Δεκεμβρίου σε διεύθυνση Αλέξανδρου Μυράτ, ενώ το 2019 αναμένεται να ανοίξει το ονομαστό Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ. Το έργο μάλιστα θα διευθύνει ο σπουδαίος έλληνας μαέστρος –μόνιμος κάτοικος στη Γερμανία –Κωνσταντίνος Καρύδης. «Και στην Αυστρία εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από το Μπρούκνερ Χάουζ του Λιντς, αλλά τελικά δεν προχώρησαν», σημειώνει ο μουσικολόγος, κλαρινετίστας και ενορχηστρωτής Γιάννης Σαμπροβαλάκης, που έχει επιμεληθεί την έκδοση του έργου στο Κέντρο Ελληνικής Μουσικής.

Η «Συμφωνία του Χριστού» είναι ένα συμφωνικό έργο για μεγάλη ορχήστρα στα πρότυπα του Μάλερ ή του Στράους. Το ύφος είναι υστερορομαντικό και μοιάζει με Ραβέλ ή και Βάγκνερ, επισημαίνει ο ίδιος. Ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης εξηγεί πώς κατάφερε, μαζί με τους συνεργάτες του, να ολοκληρώσουν την έκδοση: «Υπήρχε μια ηχογράφηση με έργα που διηύθυνε ο Δημήτρης Μητρόπουλος και αυτό ήταν το μοναδικό ελληνικό έργο. Ομως η παρτιτούρα είχε χαθεί. Ευτυχώς βρέθηκαν οι πάρτες των μουσικών». Η ανασύσταση ξεκίνησε από την κόρη τού συνθέτη, Ελεονώρα, που ζούσε στην Αμερική. Σύμφωνα με τον Σαμπροβαλάκη, με το υλικό που βρέθηκε δεν μπορούσε να γίνει καμία εκτέλεση. «Το 2011 όμως ο Αλέξανδρος Μυράτ, ο οποίος ήταν διευθυντής στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, μας έκανε μια παραγγελία να του ετοιμάσουμε την παρτιτούρα. Από το υλικό της κόρης τού Περπέσα, την ηχογράφηση του Μητρόπουλου και κάποια σπαράγματα από το χειρόγραφο του συνθέτη που βρέθηκαν, δημιουργήθηκε μια νέα παρτιτούρα και έτσι η «Συμφωνία του Χριστού» παίχτηκε το 2011 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης».

ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ ΖΩΗ. Τα περισσότερα επεισόδια της ταραχώδους ζωής του μουσικοσυνθέτη που γεννήθηκε στη Λειψία στις 10 Μαΐου 1907 από έλληνες γονείς, γράφτηκαν στη Νέα Υόρκη όπου μετακόμισε το 1948. Παντρεύτηκε την Ελένη Μαλαφέκα, μουσικολόγο και τραγουδίστρια, η οποία εργαζόταν στο Τμήμα Μουσικής του υπουργείου Παιδείας. Το 1946 απέκτησαν την Ελεονώρα (1946-2009), που θα γινόταν δασκάλα πιάνου στη Μασαχουσέτη για περισσότερα από 20 χρόνια. Ο Περπέσας εγκαταλείπει, όμως, γυναίκα και κόρη αναζητώντας την τύχη του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Εχοντας ήδη αρχίσει στην Αθήνα –ύστερα από παραγγελία του Μητρόπουλου –τη «Συμφωνία του Χριστού», ολοκληρώνει το έργο το 1950 στη Νέα Υόρκη. Η πρώτη εκτέλεση πραγματοποιείται στις 26 Οκτωβρίου 1950 από την Ορχήστρα της Φιλαρμονικής – Συμφωνικής Εταιρείας της Νέας Υόρκης στο Κάρνεγκι Χολ υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου, ενώ ακολουθεί δεύτερη συναυλία την επόμενη μέρα. Υστερα από επιθυμία του κοινού, η εκτέλεση επαναλαμβάνεται στις 2 και 3 Δεκεμβρίου, ενώ στις 10 Δεκεμβρίου μεταδόθηκε από το αμερικανικό ραδιοφωνικό δίκτυο WCBS. Εξι χρόνια αργότερα, ο Γιουτζίν Ορμάντι παρουσίασε το έργο με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας.

Ο Ηλίας Βενέζης σε εκείνο το αποκαλυπτικό σημείωμά του υπογράμμιζε όσα είχε διαβάσει στο «Βήμα» της εποχής. Οτι δηλαδή «η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης έπαιξε τρεις κατ’ επανάληψιν φορές στο Κάρνεγκι Χωλ την νέα σύνθεση του Περπέσα «Χριστός». Διηύθυνε ο Μητρόπουλος. Και τούτο είναι μια απόδειξη για όσους κατηγορούσαν τον Δημήτρη Μητρόπουλο ότι δεν εμπιστεύεται τους νέους συνθέτες. Θυμούμαι το λόγο που μου είχε πει ο μεγάλος αρχιμουσικός στην Νέα Υόρκη, μια αλησμόνητη νύχτα, που είχα το προνόμιο να τον ακούω ώρες να μου μιλάει για την τέχνη του, για τους ανθρώπους, για το Θεό: «Παίζοντας την νέα μουσική διακινδυνεύω την φήμη μου. Ομως είμαι αλύγιστος αφού πιστεύω σε αυτή την μουσική»».

Οι περισσότερες πληροφορίες για τη«Συμφωνία του Χριστού»– που χρηματοδοτήθηκε από τον Σπύρο Σκούρα, πανίσχυρο διευθυντή της 20th Century Fox –διασώζονται στο πρόγραμμα συναυλιών της Φιλαρμονικής – Συμφωνικής Εταιρείας της Νέας Υόρκης του 1950. Ο συνθέτης, αντί της τυπικής ανάλυσης, επιλέγει να παραθέσει αποσπάσματα από την πραγματεία τού Βάγκνερ «Θρησκεία και τέχνη» (σ.σ.: δεν πρόκειται για αυτούσια αποσπάσματα, αλλά για ελεύθερη απόδοση στην αγγλική γλώσσα του γερμανικού πρωτοτύπου): «Η μουσική λέει:«Αυτό είναι». Διότι βάζει τέλος σε κάθε διαμάχη μεταξύ Λόγου και Συναισθήματος, και αυτό γίνεται με ένα ηχητικό σχήμα τελείως αποστασιοποιημένο από τον κόσμο του φαίνεσθαι, που δεν συγκρίνεται με τίποτε υλικό, αλλά κατακτά την καρδιά μας σαν από Θεία Χάρη».

Ο τρόπος που έζησε ο Περπέσας θα συμπυκνωθεί σε μια βραδινή βόλτα με τον Ηλία Βενέζη το καλοκαίρι του 1949 δίπλα στα νερά του ποταμού Χάντσον, όταν οι δυο τους θα θυμηθούν την πρώτη συνάντηση στο τρένο. Οι τελευταίες λέξεις του διαλόγου βγαίνουν από τα χείλη του συνθέτη: «Ο διευθυντής. Η σολίστ. Η φήμη. Τα χρήματα. Εγώ πρέπει να πεθάνω. Οι συνθέτες δεν υπάρχουν. Πρέπει να πεθάνουν για να υπάρξουν».