Να φύγει για να πάει πού; Το ερώτημα δεν αφορά μόνο τον Πάνο Καμμένο που συναντήθηκε προχθές με τον Αλέξη Τσίπρα για να ανανεώσουν τους όρκους της αιώνιας πίστης τους. Τέθηκε για κάθε συριζαίο και κάθε ανελίτη μετά την ευφορία της υπερήφανης διαπραγμάτευσης και του δημοψηφίσματος, τότε που ο Τσίπρας πήγε με το δημοψηφισματικό «όχι» στην Ευρώπη για να καθαρίσει και γύρισε με ένα Μνημόνιο και άλλα 80, 100 ή 200 δισεκατομμύρια χρέος στη βαλίτσα.

Η απάντηση είναι γνωστή από τότε: δεν θέλουν να πάνε πουθενά. Το ενδιαφέρον από αυτήν την άποψη είναι εάν το ερώτημα που επανήλθε με αφορμή την πίκα του Καμμένου έχει υπαρξιακό βάθος. Εάν τέθηκε δραματικά, με μάτια που έμειναν ξάγρυπνα τις νύχτες και σκέψεις που στροβιλίζουν το μυαλό. Ή εάν τέθηκε στην πρακτική του διάσταση και μόνο. Σε ποιο μέρος η στολή παραλλαγής συμβολίζει κάτι παραπάνω από καρνάβαλο εκτός από το υπουργείο Αμυνας; Πού αλλού θα πέφτει βρέξει – χιονίσει ένας μισθός εύρωστος σαν τη βουλευτική αποζημίωση; Υπάρχει άλλος χώρος που προσφέρει τέτοια προνόμια, που σε μεθάει με αυτήν τη γλυκιά αίσθηση της εξουσίας; Γιατί να φύγουν τώρα που, επιτέλους, «ήρθαν στα πράγματα»;

Το ερώτημα δεν τέθηκε υπαρξιακά. Τέθηκε υλιστικά. Και τέθηκε στην επικούρεια διάστασή του. Αντίθετα με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ που μεταπολιτευτικά απολάμβαναν την εκτελεστική εξουσία σε κύκλους και τη νομοθετική γραμμικά, οι περισσότεροι από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ξέρουν ότι γι’ αυτούς ο κύκλος θα τελειώσει κάποια στιγμή οριστικά. Στην επικούρεια ανάγνωσή τους δεν τους μένει τίποτε άλλο από το να παρατείνουν όσο μπορούν το τέλος. Να φύγουν για να πάνε πού; Εδώ θα μείνουν.