Περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στη Συρία, ενώ ακόμη περισσότεροι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους κάνοντας το επικίνδυνο ταξίδι για τη Δύση. Οσοι μένουν πίσω ζουν καθημερινά με τον τρόμο. Η θηριωδία μπορεί να εκτυλίσσεται στη Μέση Ανατολή, παρόλα αυτά συνδεόμαστε πολύ περισσότερο από ό,τι ενδεχομένως αντιλαμβανόμαστε με τα παιδιά που βομβαρδίζονται στον ύπνο τους στην Ανατολική Γκούτα. Η κρίση στη Συρία δεν αφορά μόνο τη Μέση Ανατολή, αλλά και την Ευρώπη. Δεν μας αφορά μόνο επειδή η εισροή προσφύγων έχει φέρει τα πάνω – κάτω στην ευρωπαϊκή πολιτική ή για λόγους ανθρωπισμού. Μας αφορά διότι βλέποντας τις τραγικές εικόνες νιώθουμε θλίψη ή οργή, όχι όμως ντροπή.

Η Ευρώπη δείχνει να έχει προδώσει τον εαυτό της. «Στις χρυσές εποχές της μεταπολεμικής αισιοδοξίας θεωρούνταν παράγοντας σταθερότητας. Τελικά όμως συνέβη το αντίθετο. Η αστάθεια και το χάος διείσδυσαν στην Ευρώπη», γράφει στον «Guardian» η Ναταλί Νουγκερέντ, πρώην διευθύντρια της «Le Monde», και συνεχίζει: «Το ευρωπαϊκό εγχείρημα προέκυψε από την ανάγκη να μην επαναληφθεί το παρελθόν. Σήμερα όμως η Γερμανία διστάζει να αναλάβει τον ρόλο του ηγεμόνα στην Ευρώπη και κυρίως να αναλάβει στρατιωτικά έναν πιο ενεργό ρόλο. Από την άλλη, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία που έχουν υπάρξει αποικιακές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή σήμερα δείχνουν ανίκανες να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην περιοχή».

Μετά την πτώση της Ράκας πέρυσι, η κρίση στη Συρία άρχισε να θυμίζει περισσότερο παγκόσμιο πόλεμο, παρότι οι υπερδυνάμεις που πρωταγωνιστούν δεν βρίσκονται επισήμως σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους. Διαγκωνίζονται όμως για τον έλεγχο της περιοχής. Αυτή τη στιγμή στη Συρία πρωταγωνιστούν αυταρχικοί ηγέτες και νεοδικτατορικά καθεστώτα: o Πούτιν, ο Ερντογάν και η στρατιωτική θεοκρατία του Ιράν. Παράλληλα, ένας αμερικανός πρόεδρος όπως ο Ντόναλντ Τραμπ κάθε άλλο παρά εγγυητής σταθερότητας είναι.

Οταν ηγέτες σαν αυτούς κρατούν το τιμόνι του πλανήτη, τότε οι επιλογές για την Ευρώπη είναι δύο. Και είναι δυσάρεστες, επισημαίνει η Νουγκερέντ. Η πρώτη είναι η επιστροφή στο ηγετικό πρότυπο του δικτάτορα. Η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά αποτελεί πρόσφορο έδαφος για αυτή τη νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία ένας ηγέτης που λειτουργεί με τη λογική ο σκοπός αγιάζει τα μέσα δεν σταματά πουθενά, ακόμη κι αν οι πράξεις του κοστίζουν ανθρώπινες ζωές. Οι πολίτες παύουν να ειναι πολίτες. Γίνονται «τρομοκράτες». Τα ψηφίσματα του ΟΗΕ παύουν να έχουν σημασία. Είναι απλώς χαρτιά που κατευνάζουν προσωρινά την λαϊκή οργή προτού ξαναρχίσουν οι βομβαρδισμοί.

Η δεύτερη συνέπεια είναι η απάθεια που εδράζεται σε υποτιθέμενα φιλειρηνικά αισθήματα. Την συναντά κανείς στην ευρωπαϊκή Ακροαριστερά. Η ρητορική είναι γνωστή: η Δύση είναι ένοχη. Η αλλαγή καθεστώτος πρέπει να αποφευχθεί (ακόμη κι αν τη ζητούν απεγνωσμενα οι λαοί). Οι συρράξεις γίνονται πάντα για το πετρέλαιο. Οι διαπραγματεύσεις αρκούν για να δώσουν λύσεις. Οι πιλότοι μας είναι εγκληματίες όσο και του Πούτιν. Τα καθιερωμένα δυτικά ΜΜΕ παραπληροφορούν. Εάν σταματήσουμε να επεμβαίνουμε στη Συρία, η κατάσταση θα βελτιωθεί. Το Ιράν και η Ρωσία αποτελούν το αντίβαρο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Και τα δύο σενάρια οδηγούν στην παθητική στάση μας. Φυσικά, οι υπουργοί Εξωτερικών καταδικάζουν, κάνουν δηλώσεις και απευθύνουν εκκλήσεις για δράση, οι κοινωνίες μας όμως έχουν βυθιστεί στην απραξία και τη σύγχυση. Η Συρία μάς αφορά διότι είναι μία ήττα της ηθικής μας.