Ο Δημήτρης Καλοκύρης, πάντοτε επινοητικός, πάντοτε άνθρωπος με χιούμορ και πάντοτε παιγνιώδης όχι μόνο σε αυτά που λέει αλλά και στα είδη του λόγου και της τέχνης που αναμειγνύει και μεταχειρίζεται, έφτιαξε πρώτα κάποια εικαστικά έργα και κατόπιν ένα βιβλίο, με κάθε εικόνα να αντιπροσωπεύει όχι χίλιες, αλλά περίπου πενήντα λέξεις.

Αρχικά, ο μέχρι πρόσφατα πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων έφτιαξε 88 εικαστικά έργα με θέμα «Ωρολογιακοί μηχανισμοί». Τα δύο οκτάρια προφανώς έχουν και αυτά τη σημειολογία τους σε σχέση με το θέμα. Τα έργα, τρισδιάστατα, δεν είναι βόμβες, αλλά ρίχνουν ένα μπουρλότο στην καθαρότητα των καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών ειδών.

Ο συγγραφέας και εικαστικός χρησιμοποίησε χαρτί, γυαλί, πλαστικό, αλουμίνιο και βέβαια πραγματικούς μηχανισμούς ρολογιών που δουλεύουν κανονικά. Οι ωρολογιακοί μηχανισμοί είναι, όπως λέει ο ίδιος ο δημιουργός, «άχρηστες στην ουσία μηχανές που ροκανίζουν μαύρο χρόνο από την εποχή του Ερνστ και άλλων διαπρεπών, εγκλωβισμένες στα γρανάζια του φαντασιακού αστρολάβου».

Κατόπιν εξέθεσε τα έργα και τώρα κυκλοφόρησε βιβλίο με τη συμμετοχή 40 άλλων συγγραφέων. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε πολυτελές χαρτί, παρουσιάζει σε κάθε σελίδα τη φωτογραφία ενός έργου, έχει από πάνω έναν τίτλο, δοσμένο στο έργο από τον Δημήτρη Καλοκύρη, και από κάτω το σχόλιο των 50-60 λέξεων ενός άλλου συγγραφέα. Ο κάθε συγγραφέας διάλεξε μόνος του ποιο έργο να σχολιάσει, χωρίς να ξέρει ποιο έργο έπεται και από ποιον άλλο συγγραφέα θα σχολιαζόταν.

Στο εγχείρημα μετέχουν τόσο διαφορετικοί συγγραφείς και άνθρωποι των γραμμάτων όπως η Ζυράννα Ζατέλη, ο Μανόλης Κορρές, ο Στάθης Γουργουρής, ο Χρήστος Μπουλώτης, ο Γιώργος Χουλιάρας, ο Χάρης Βλαβιανός, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, η Αμάντα Μιχαλοπούλου, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, η Νένη Πανουργιά, ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, ο Ντίνος Σιώτης, η Σοφία Νικολαΐδου, ο Βασίλης Παπαγεωργίου, αλλά και ο Βαγγέλης Γερμανός.

Το βιβλίο γίνεται εν τέλει, όπως αναγράφεται και στο εξώφυλλο, «ένα αλλόκοτο γραφικό μυθιστόρημα», ένα γκράφικ νόβελ επί το αγγλικότερον, με κύριο θέμα τον χρόνο.

Γράφει λ.χ. η Αμάντα Μιχαλοπούλου στο δικό της σχόλιο σε έργο στο οποίο απεικονίζονται μια ενήλικη γυναίκα που κρατάει ωρολογιακό μηχανισμό και ένα κοριτσάκι:

«»Ξανά!» φώναξε η Madame. Κι εγώ επανέλαβα πρόθυμα όλα όσα μου έμαθε. Η μέρα έχει εκατόν εννιά ώρες και η κάθε ώρα χίλια λεπτά και το μεσημέρι διαρκεί μια αιωνιότητα.

«Και τι ώρα κοιμόμαστε;»

«Δεν κοιμόμαστε».

«Και τι ώρα ξυπνάμε;»

«Αφού δεν κοιμόμαστε, δεν ξυπνάμε».

«Madame», της είπα, «καλή μου Madame! Το σχολείο των νεκρών μου αρέσει πολύ περισσότερο από το σχολείο των ζωντανών»».

Ο Δημήτρης Καλοκύρης –που αφιερώνει την εισαγωγή του στη μνήμη του Γιάννη Β. Ρολόγη! –θυμίζει τη ρήση του Εδουάρδου Γκαλεάνο ότι στην εποχή μας όλοι φορούν ρολόγια αλλά κανένας δεν έχει χρόνο. «Ο χρόνος είναι χρώμα, ενδεχομένως, μέγεθος, αλλά και διάσταση που παραπλέει την ιστορία μέσα από το βλέμμα ενός τυφλού ωρολογοποιού». Και καταλήγει: «Εχει παρατηρηθεί, πάντως, ότι στις περισσότερες διαφημίσεις που εμφανίζονται ρολόγια, η ώρα δείχνει 10.10. Ο λόγος είναι ότι οι δείκτες σχηματίζουν έτσι το σχήμα του χαμόγελου και, άρα, η συνολική εικόνα εκπέμπει αισιοδοξία»! Στη δε τελευταία σελίδα του βιβλίου, ο συγγραφέας εύχεται… «και του χρόνου».

Ονειροπόληση

Τη φανταζόμουν να μου μιλάει

…νομίζω δεν άκουσα ποτέ μου τι έλεγε. Στην αρχή θαύμαζα το πρόσωπό της πλαισιωμένο από τις λέξεις της, ένα συγκινητικό πορτρέτο, μια ανοιξιάτικη ποικιλία συγκινήσεων, που σε μεθάει με χρώματα και μυρωδιές και σε παρασέρνει, αλλά εκ των υστέρων θυμάσαι μόνο την αίσθηση. Κατόπιν άρχισα να διακρίνω κάποιες ιστορίες, αποσπάσματα αφηγήσεων. Αδυνατούσα να παρακολουθήσω την κεντρική γραμμή, ένιωθα σαν να διάβαζα ένα πολύπλοκο αστυνομικό μυθιστόρημα με χιλιάδες ανατροπές, αγωνιούσα και πηδούσα σελίδες, να καταλήξω στον δολοφόνο. Μάταια, μάλλον δεν ήταν μόνο ένας. Στη συνέχεια κατάλαβα ότι μιλούσε κυρίως για έρωτες και απογοητεύσεις. Παρασύρθηκα, συνειρμικά, στις δικές μου περιπέτειες και πλάνες. Ηθελα, κάποιες στιγμές, να τις μοιραστώ μαζί της, αλλά μιλούσε αδιάκοπα –και συνέχιζε να με συγκινεί. Στο τέλος αφέθηκα να ονειροπολώ. Τη φανταζόμουν να μου μιλάει από την άλλη άκρη μιας ατάραχης λίμνης. Οσο πέρναγε ο καιρός φανταζόμουν τη λίμνη μεγαλύτερη και μεγαλύτερη, μέχρις ότου, από την απόσταση, δεν ακουγόταν πια καθόλου η φωνή της. Ενιωθα τόσο ευτυχισμένος!
Γιάννης Ζέρβας για το έργο «Αλλά, νομίζω, δεν άκουσα ποτέ μου τι έλεγε. Ναι…»

Δημήτρης Καλοκύρης

Ωρολογιακοί μηχανισμοί

Εκδ. Νεφέλη, 2017, σελ. 80

Τιμή: 12 ευρώ