Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η πανέμορφη κοπέλα που έκλαιγε με αναφιλητά καθισμένη στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας επί της οδού Πατούσα (είναι ένας μικρός δρόμος που συνδέει τη Σόλωνος με την Πλατεία Κάνιγγος) είχε ακούσει την ηρωίδα του Αλμπι, τη Μάρθα, στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», να λέει «όλοι κλαίμε, αλλά κλαίμε βαθιά μέσα μας» κι ήθελε να τη διαψεύσει σε σχέση με τον τρόπο που κλαίει κανείς. Η ίδια η κοπελίτσα φαίνεται να αδιαφορεί για τους περαστικούς, όπως και οι περαστικοί αδιαφορούν για την κοπελίτσα, μάλλον δεν αδιαφορούν, αλλά χωρίς να κοντοσταθούν έστω και ελάχιστα, την κοιτούν με περιέργεια και συνεχίζουν τον δρόμο τους.

Οταν, σχεδόν από το πουθενά, προβάλλει ένας μαύρος που την πλησιάζει και της λέει χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά, «με συγχωρείτε, τι σας συμβαίνει, πείτε μου, ίσως να μπορώ να σας βοηθήσω». Μεταφέρουμε με απόλυτη ακρίβεια τι ακριβώς της είπε γιατί, όταν καταλάβαμε πως κάτι το ενδιαφέρον θα «παίξει» ανθρωπίνως, σταθήκαμε πίσω από τις πλάτες της κοπέλας, κάνοντας πως τάχα κάποιο όνομα μας ενδιαφέρει στα κουδούνια της πολυκατοικίας προκειμένου να μη μας ξεφύγει κάτι. Η κοπέλα συνέχισε να κρύβει το πρόσωπό της με τα χέρια της και να κλαίει, ενώ οι πλάτες της τραντάζονταν, με τον μαύρο να στέκεται δίπλα της και να της επαναλαμβάνει ό,τι ήδη της είχε πει, με την έκφρασή του να δείχνει μια τόσο ανιδιοτελή συμπάθεια και συναντίληψη ώστε ακόμη κι αν η κοπέλα έμενε απαρηγόρητη σε περίπτωση που αποφάσιζε να του πει το πρόβλημά της, θα είχε κερδίσει έναν πραγματικό φίλο.

Δεν μπορεί να ξέρει κανείς αν η κοπέλα είχε ακούσει πριν από λίγο να της λένε στο κινητό της για την επιδείνωση της αρρώστιας ενός αγαπημένου της προσώπου ή να της ανακοινώνουν την οριστική διάλυση μιας σχέσης που την ίδια εξακολουθούσε να την αφορά όπως την περίοδο της άνθησής της. Το γεγονός είναι πως ο μαύρος επέμενε να της μιλάει με έναν τρόπο που ακόμη και σοβαρότερο να ήταν το πρόβλημά της, ο ίδιος έδειχνε να έχει υποστεί τόσες δοκιμασίες ώστε ήταν σε θέση να της προσφέρει μια καταλυτική βοήθεια.

Οταν είδαμε την κοπέλα να κατεβάζει τα χέρια της από το πρόσωπό της και κάτι να λέει στον μαύρο, που είχε στο μεταξύ καθήσει δίπλα της, με χαμηλωμένα τα μάτια, αισθανθήκαμε την «αποστολή» μας σε σχέση με ό,τι θα διαδραματιζόταν μέσα μας να έχει ολοκληρωθεί. Απομακρυνθήκαμε. Εχοντας επιβεβαιωθεί για μία ακόμη φορά ότι οι δρόμοι μπορεί να μεταβάλλονται σε πεδίο όπου η κάθε λογής ασχήμια, απανθρωπιά και αναισθησία «δοξάζονται» καθημερινά, ταυτόχρονα όμως συγκροτούν έναν ανεξαγόραστο θύλακο προκειμένου να επωαστεί εντός του μια απαράμιλλη ομορφιά και ευαισθησία. Που επιπλέον δεν σου γίνονται ύποπτες όπως όταν τις συναντάς μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου.