Οκτώ ηθοποιοί, οκτώ καρέκλες, τρία τραπέζια, η μεγάλη πόρτα πάνω σε ένα πατάρι επί σκηνής, ένα μικρόφωνο που εμφανίζεται αργότερα. Ετσι, δίχως σκηνικό, ζωντανεύει ο μικρόκοσμος του Παντελή Χορν στο «Φιντανάκι» της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού. Η αυλή στην Πλάκα, όπου διαδραματίζεται η πλοκή του έργου, περιγράφεται από τον θίασο που άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε σαν μπουλούκι παίζει τους ρόλους ή παίζει με τους ρόλους.

Ηθογραφία με δυναμική οικογενειακού και κοινωνικού δράματος, το «Φιντανάκι», που γράφτηκε το 1921, αποτελεί ουσιαστικά δείγμα ενός βαθιά ρεαλιστικού θεάτρου. Αν και εμπεριέχει στοιχεία μελοδράματος και φαινομενικά χωρίζει τους ήρωες σε καλούς και κακούς, ηθικούς και ανήθικους, ο Παντελής Χορν (1881-1941) ανατρέπει τα στερεότυπα και τους ηθικοπλαστικούς διδακτισμούς. Κι εδώ είναι που βρίσκεται η δύναμη και το διαχρονικό στοιχείο του έργου.

Ο Χορν δεν οδηγεί τους ήρωές του και κυρίως το ζευγάρι των πρωταγωνιστών πατέρα και κόρης σε μια λύση που θα επιβεβαίωνε το ηθικό τους πλεονέκτημα. Αντιθέτως, ο κυρ Αντώνης και η Τούλα είναι βαθιά δραματικά πρόσωπα. Οχι μόνο γιατί προδόθηκαν αλλά κυρίως γιατί πρόδωσαν τους εαυτούς τους. Σε μια εποχή κοινωνικού και οικονομικού μαρασμού –τότε όπως και τώρα, όλοι μπορούν να βγουν ηττημένοι. Κι αυτή η ήττα, όπως και όλη η υπόθεση στο «Φιντανάκι» της Πειραματικής παρέμεινε στην περιγραφή.

Με την δικαιολογημένη πρόθεση να φέρει το έργο στο σήμερα, ο σκηνοθέτης και εις εκ των δύο υπευθύνων της Πειραματικής Σκηνής Ανέστης Αζάς (μαζί με τον Πρόδρομο Τσινικόρη) έπεσε στην παγίδα ενός αναγκαστικού «εκσυγχρονισμού»:«Κομβικό σημείο είναι η σύγκρουση της οικονομικής ανάγκης των ηρώων με τις επιθυμίες τους. Δύο θεματικά μοτίβα, ο έρωτας και το χρέος, εκτυλίσσονται παράλληλα, σκιαγραφώντας τη συμπεριφορά των ανθρώπων που ζούνε υπό το καθεστώς προσωπικής και συλλογικής χρεοκοπίας. Κάνοντας τις αντίστοιχες αναγωγές στο σήμερα η παράσταση θα προσπαθήσει να φωτίσει τον φαύλο κύκλο του χρέους και τις συνέπειες στη ζωή μας».

Ο σκηνοθέτης οδήγησε το σύνολο των ηθοποιών σε μια ερμηνευτική ομοιογένεια, βάζοντάς τους να λειτουργούν σαν Χορός σύγχρονης τραγωδίας. Αντί να τους οδηγήσει σε έναν ισορροπημένο συναισθηματισμό και να διαχειρισθεί προς όφελος της παράστασης τα όποια στοιχεία μελό εμπεριέχει «Το Φιντανάκι», τους εγκλώβισε σε μια υποκριτική πόζα, σχεδόν περιγραφική. Δίνοντας ελαφρύ προβάδισμα στον αυτοσαρκασμό και την ειρωνεία η παράσταση προσπαθεί να απεμπλακεί από το έργο που παίζει.

Η Τούλα, το Φιντανάκι της Ηρώς Μπέζου, διασώζεται και ξεχωρίζει με την εσωτερικότητα και την ευαισθησία της, χωρίς να παρεκκλίνει από τη σκηνοθετική γραμμή. Η ηθοποιός ερμηνεύει τη διαδρομή από την ελπίδα στην επιλεγμένη απελπισία, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον ίδιο τον συγγραφέα. Αντιθέτως, ο Κώστας Κουτσολέλος ως κυρ Αντώνης μοιράζεται ανάμεσα σε μια ερμηνεία που άλλοτε εμφανίζεται σε απόσταση από την ουσία του ρόλου και άλλοτε σε αποδιάρθρωση –όπως η παραληρηματική σκηνή της σύγκρουσης με τον Γιάγκο (με τα εντόσθια!). Η σκηνοθετική ασάφεια του τέλους που δεν ξεκαθαρίζει την αυτοκτονία του κυρ Αντώνη αφαιρεί από το θεατρικό έργο την πλέον, ίσως, καθοριστική διάστασή του. Αν και ο ηθοποιός έχει προαναγγείλει, σε προηγούμενη σκηνή, τον θάνατό του.

Σκηνοθεσία:

Ανέστης Αζάς

Δραματουργική επεξεργασία:

Στάθης Γραφανάκης, Κατερίνα και Παναγιώτα Κωνσταντινάκου

Σκηνικά:

Ελένη Στρούλια

Κοστούμια:

Βασιλεία Ροζάνα

Κίνηση:

Χαρά Κότσαλη

Φωτισμοί:

Τάσος Παλαιορούτας

Ερμηνείες:

Ηρώ Μπέζου, Κώστας Κουτσολέλεος, Μιχάλης Τιτόπουλος, Νικόλας Χανακούλας, Θοδωρής Σκυφτούλης, Ρόζα Προδρόμου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Βάσω Καμαράτου.

Πού:

Στο Εθνικό Θέατρο – Πειραματική Σκηνή (-1) – Rex (Πανεπιστημίου 48, τηλ. 210-3305.074)