Η χειρότερη αντίληψη (και άσκηση) του αγαθού της ελευθερίας είναι πάντα η ανεξέλεγκτη εκδοχή της. Είτε ως ιδεοληπτική εμμονή του αναρχισμού. Είτε ως δογματική αποποίηση των ορίων υπευθυνότητος που την προσδιορίζουν και τη νοηματοδοτούν. Με αποτέλεσμα, τουλάχιστον να την αδικούν. Δικαιώνοντας εν πάση περιπτώσει την εν προκειμένω εύγλωττη πλατωνική προσέγγιση. Οτι δηλαδή: «Η άγαν ελευθερία, έοικεν ουκ εις άλλο τι, ή εις άγαν δουλείαν μεταβάλλειν και ιδιώτη και πόλει». Οπου η εκτός ελέγχου ελευθερία προσομοιάζει και ουσιαστικά οδηγεί στον ανεπιθύμητο αντίποδα. Σε «άγαν –δηλαδή –δουλείαν».

Ολοι σε τελική ανάλυση (και πρωταρχικά όσοι εντίμως συλλογίζονται) ξέρουν ότι έτσι ακριβώς είναι. Αυτό συμβαίνει. Και αυτό εισπράττεται όποτε η ενεργητική αναρχία (ως κακέκτυπο απολύτου ελευθερίας) προάγει πρακτικές δικών της υπερβάσεων, ανεξαρτήτως κόστους και συνεπειών για τους υπόλοιπους. Ελευθερίας μεν όσων μετέχουν σ’ αυτήν. Υποδουλώσεως δε και βαναυσότητος έναντι των άλλων. Οσων (άκοντες) υφίστανται τα έως κι εξουθενωτικά παράγωγα της «άνευ ορίων» (και κυρίως άνευ ευθύνης) αυτής ελευθερίας. Η οποία, κατά τον Αριστοτέλη, οδηγεί σε αθέμιτες «παρεκβάσεις». Θυσιάζοντας το αποδεκτό πολίτευμα, στην παρεξηγημένη του εκδοχή. Ως κακοήθη συχνά υποτροπή κι επικίνδυνη εκτροπή.

Αυτές οι διαχρονικές σημάνσεις δίδουν διαλεκτικά, το μέτρο για όσα συμβαίνουν ακόμη και σήμερα στα καθ’ ημάς. Και όσα επενεργούν, είτε ως περιθωριακές παρεμβολές είτε ως οργανωμένες κινήσεις με συνήθως στρεβλό ιδεολογικό υπόβαθρο. Ή τουλάχιστον επενδυμένες με αυτό. Και οπλισμένες με μιαν εκτός συζητήσεως αντίληψη δικαιώσεως. Είτε των επιθετικώς επενεργούντων και θυματοποιούντων. Είτε των θυματοποιουμένων. Κυρίως εάν σ’ αυτό προστεθεί και το σύνδρομο της ανοχής. Οπόταν και τα πράγματα εκφεύγουν εντελώς από τα πλαίσια της θεσμικής νομιμότητος. Με πρώτη συνέπεια την ενθάρρυνση (και αποθράσυνση) όσων ομνύουν σ’ αυτές τις αντιλήψεις και υπηρετούν αυτές τις πρακτικές. Οι οποίες τις περισσότερες φορές κινούνται μεταξύ σαφούς εκνομίας και περιέργου αποδοχής. Ή τουλάχιστον ατελέσφορων παρεμβάσεων από τους θεσμούς.

Εκείνο που προέχει είναι ότι: Οσο τέτοιες καταστάσεις κατ’ ανοχήν παγιώνονται, τόσο διαβρώνεται το πολιτειακό κύρος και η δυναμική των θεσμών. Και τόσο θ’ αποδομούνται οι ευρύτερες προοπτικές πολιτικής ομαλότητος και ανελίξεως των δημοκρατικών διαδικασιών.

Αυτό δεν σημαίνει ούτε πολιτική καταστολών (με την έννοια περιορισμού δικαιωμάτων και περιστολής φρονημάτων) ούτε και άσκηση βίας. Το φρόνημα των πολιτών είναι απολύτως ελεύθερο. Και οι προτιμησιακές ιδεολογικο-πολιτικές αντιλήψεις, όχι απλώς ανεκτές, αλλά κυριαρχικό στοιχείο του δημοκρατικού γίγνεσθαι.

Ετσι που να καθιστά κάθε πολίτη κυρίαρχο. Και προπαντός ενεργό και άμεσα συμμέτοχο σε ό,τι αφορά τα της πολιτείας και της εθνικής προοπτικής.

Σημαίνει όμως και αυτονόητα όρια. Οπως αυτά προσδιορίζονται από τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ως ασφαλιστικές δικλίδες, όχι απλώς του πολιτεύματος, αλλά και της αξιοπρέπειας κάθε πολίτη. Η οποία δεν νοείται με καταστάσεις «αβάτων» και βίαιους αποκλεισμούς. Εν είδει αδήλων προγραφών, με βάση κάποιες ιδεοληπτικές εμμονές.

Οσο αυτά υπάρχουν και λειτουργούν με δυναμικές ετσιθελικής αυτονομίας, η δημοκρατία θα φθίνει. Και θ’ αδικούνται κατάφορα οι αρετές της. Γιατί ακριβώς θα διολισθαίνει στις κατ’ Αριστοτέλη έωλες «παρεκβάσεις».