Δεν είναι ανάγκη να διαβάσει κανείς σε εγχειρίδια βιολογίας και ζωολογίας για το αγελαίο ένστικτο, το οποίο εδράζεται στο αρχέγονο εγκεφαλικό μας στέλεχος και το έχουμε κληρονομήσει αυτούσιο από τους δεινοσαύρους. Αρκεί να ακούσει τις ερωτήσεις που απευθύνουν οι άγνωστοι μεγάλοι στα μικρά παιδιά. «Πώς σε λένε; Τι τάξη πας; Τι ομάδα είσαι;» Το «τι ομάδα είσαι;» καταδεικνύει μια από τις βασικότερες ανάγκες –και κατάρες –του ανθρώπου: Να ανήκει σε ένα σύνολο. Να λαμβάνει ταυτότητα και κύρος από αυτό.

Στη δεκαετία του 1980, στο γυμνάσιο, χωριζόμασταν σε ροκάδες, σε χεβιμεταλάδες και σε καρεκλάδες. Χεβιμεταλάδες και ροκάδες είχαν λυκοφιλία –διεκδικούσαν ο καθένας για πάρτη του την άγρια αυθεντικότητα -, συνασπίζονταν όμως και έπαιρναν με τα γιαούρτια τούς καρεκλάδες, τους οπαδούς της ντίσκο. Και εντελώς άμουσος να ήσουν και Μάνο Χατζιδάκι να άκουγες (του οποίου η δημοφιλία στις ηλικίες εκείνες κυμαινόταν –κακά τα ψέματα –περί του μηδενός), έπρεπε να διαλέξεις ένα από τα τρία. Γιατί –θα ρωτήσετε –ένας πιτσιρικάς της εποχής να γίνει καρεκλάς; Από φιλοδοξία προφανώς να περάσει τις πύλες της «Αυτοκίνησης», που αποτελούσε έναν από τους αθηναϊκούς ναούς…

Οι γονείς μας, τον καιρό εκείνο, σύχναζαν σε γαλάζια ή σε πράσινα καφενεία, προτιμούσαν τον Πάριο ή τον Νταλάρα, τη Βουγιουκλάκη ή την Καρέζη. Δεν έπαιζαν, εννοείται, ξύλο για τα μάτια της Αλίκης ή της Τζένης –αυτό συνέβαινε σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, όταν οι οπαδοί της τότε μεγάλης κυρίας του ελληνικού θεάτρου Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου αλληλοβρίζονταν στους δρόμους με τους θαυμαστές τής χαρισματικής αντιζήλου της, Αικατερίνης Βερώνη.

Οι δεκαετίες κύλησαν, το κράτος μας χρεοκόπησε το 2010 και πάνω στα γκρεμίδια του ανεφύη ο νέος διχασμός. Μνημονιακοί και Αντιμνημονιακοί. «Φιλελέδες» και «Αγανακτισμένοι». Επί πέντε και πλέον χρόνια, δεν χωρούσε στην Ελλάδα «ναι μεν αλλά». Οφειλες να συνταχθείς είτε με τους μεν είτε με τους δε, να πάρουν φωτιά όχι -ευτυχώς –τα κουμπούρια σου αλλά το πληκτρολόγιό σου στο Διαδίκτυο. Ο νυν Πρωθυπουργός το άρθρωσε άλλωστε καθαρά, παραμονές των φθινοπωρινών εκλογών του 2015: «Θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν!» Κι ας είχε μόλις, με τα χεράκια του, υπογράψει το τρίτο και βαρύτερο Μνημόνιο…

Πλάι στη βασική μας διαίρεση ανέκυπταν –και ανακύπτουν –κάθε τόσο συγκρούσεις επιμέρους κοινωνικών ομάδων για επιμέρους ζητήματα. Χίπστερς και αναρχοαυτόνομοι. Εμβολιολάτρες και εμβολιομάχοι. Τρανσέξουαλ και Εκκλησία.

Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο νηφάλιος πολίτης μιας ανοιχτής κοινωνίας αντιλαμβάνεται αμέσως πού κείται το δίκιο. Οσοι απορρίπτουν στην πράξη τον εμβολιασμό εγκληματούν κατά της δημόσιας υγείας. Θέτουν τα παιδιά –τα δικά τους και των άλλων –σε εξαιρετικό, αχρείαστο κίνδυνο. Το δικαίωμα εξάλλου αυτοπροσδιορισμού της σεξουαλικής ταυτότητας και συμπεριφοράς είναι αυτονόητο. Το να εκφράζουν γνώμη επ’ αυτού παπάδες (που έχουν εξάλλου δώσει όρκο αγαμίας) και παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές δεν κρίνεται καν ως φασιστικό. Αποτελεί καθαρή γελοιότητα.

Στο ερώτημα τώρα σε ποια ακριβώς ηλικία διαθέτει ο μέσος άνθρωπος την αναγκαία ωριμότητα ώστε να αποφασίσει τελεσίδικα την αλλαγή του φύλου του –νομικά ή και ιατρικά –δεν μπορούν προφανώς να απαντήσουν ούτε οι πολιτικοί ούτε οι δημοσιογράφοι. Θα έπρεπε επιτέλους, στη χώρα του Πλάτωνα, να αρχίσουμε να εμπιστευόμαστε τους επαΐοντες. Τους εξειδικευμένους επιστήμονες.

Παρακολουθώντας τους ουρανομήκεις πανηγυρισμούς για την υπερψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου, χάρηκα τη δικαίωση μιας μειονότητας η οποία μέχρι πρόσφατα υπέφερε του λιναριού τα πάθη. Είδα όμως και κάτι ακόμα. Την οπαδοποίησή της. Την αντίληψη του ανήκειν ως αυταξίας. Τον ναρκισσισμό της διαφορετικότητας.

Μιλώντας με έναν έφηβο, με κάποιον που ακόμα διαμορφώνεται, θα του έλεγα τα εξής:

«Εχεις πλήρη ελευθερία να στραφείς προς το ίδιο ή προς το ανατομικά αντίθετό σου φύλο. Να ασπαστείς όποια θρησκεία και ιδεολογία σε θέλγει. Να ακολουθήσεις την τάδε ή τη δείνα μόδα, τη μία είτε την άλλη διατροφή, να γουστάρεις τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό, ροκ διασκευές ή πειραγμένα ρεμπέτικα. Μην ταυτίζεσαι ωστόσο με τις προτιμήσεις σου, νομίζοντας ότι έτσι αποκτάς πρόσωπο και κύρος.

Υπάρχουν σπουδαίοι μα και χαμερπείς ομοφυλόφιλοι. Πληκτικότατοι αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντες χριστιανοί. Ταλαντούχοι και ατάλαντοι ρόκερς, όπως και λαϊκοί.

Υπάρχουν εν τέλει αυτοί που αρκούνται στο να κρεμάσουν πάνω τους μια ταμπέλα για να την περιφέρουν και να την επιδεικνύουν. Κι εκείνοι οι οποίοι, τρυγώντας επιρροές από παντού, περνώντας τες απ’ το προσωπικό τους φίλτρο, διαμορφώνουν έναν μοναδικό, ανεπανάληπτο και αντιφατικό –πράγμα γοητευτικό –εαυτό.

Οι άξιοι λόγου άνθρωποι, όσοι στραγγίζουν τη ζωή, υπερβαίνουν τις επιμέρους επιλογές τους. Δεν καταδέχονται δε ούτε για μια στιγμή την ασφάλεια τού ανήκειν».