Κάνω από την αρχή σαφές ότι είμαι υπέρ της πολιτικής για τον επαναπροσδιορισμό του φύλου και θεωρώ σημαντικό για τη χώρα μας να αναγνωρίσει τα δικαιώματα των διεμφυλικών ατόμων που ήταν καταδικασμένα να ζουν στο κοινωνικό περιθώριο. Πολίτες που έχουν βιώσει την πιο ακραία μορφή ρατσισμού από την κοινωνία, γεγονός που τους στέρησε στην πράξη βασικά δικαιώματα που είναι δεδομένα για την πλειοψηφία των πολιτών, πέρα από αυτό του αυτοπροσδιορισμού, όπως το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στην απασχόληση, στην αξιοπρεπή διαβίωση κ.α. Το 2003 πήρα ως επίτροπος Απασχόλησης την πρωτοβουλία για την οδηγία εναντίον κάθε μορφής διάκρισης και σοκαρίστηκα από την τεκμηρίωση της περιθωριοποίησης των ανθρώπων αυτών (αλλά και γενικά λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού) στις κοινωνίες που δεν κατανοούν και δεν προστατεύουν τη διαφορετικότητα. Εγινε φυσικά 20 μήνες διάλογος με όλους και όλες τις Εκκλησίες της ΕΕ ! Ο νομοθέτης καλείται πλέον και στην Ελλάδα (19 χώρες του ΣΕ) να καλύψει το κενό στη νομοθεσία ώστε να μην απαιτούνται πλέον παρεμβάσεις ακρωτηριασμού κ.λπ.

Ο νόμος όμως, για να είναι λειτουργικός, πρέπει να συνοδευτεί από ανάλογη προετοιμασία του δημόσιου τομέα για την ορθή εφαρμογή του, καθώς και από την οργανωμένη επιστημονική πληροφόρηση των πολιτών. Η δημόσια συζήτηση που προηγήθηκε ήταν επιπόλαια –γιατί ο πραγματικός στόχος δεν ήταν η επίλυση ενός υπαρκτού προβλήματος, αλλά η απόκτηση κομματικού οφέλους. Αναδείχτηκαν, κυρίως, επικοινωνιακές στρατηγικές πολιτικών χώρων και διαφόρων προσώπων, εξαιρετικά βλαπτικές για το ρυθμιζόμενο ζήτημα.

Μια νηφάλια και σοβαρή συζήτηση θα μπορούσε να μας οδηγήσει στις παρακάτω παραδοχές:

1. Η ελληνική κυβέρνηση εισηγείται και η ελληνική Βουλή νομοθετεί για κάθε θέμα που αφορά τη χώρα. Ο βαθμός, ο χρόνος και οι κανόνες της διαβούλευσης με τους φορείς και τους πολίτες ορίζουν την ποιότητα της δημοκρατίας. Για το θέμα, λοιπόν, αυτό μόνο η ελληνική πολιτεία έχει το δικαίωμα της τελικής απόφασης και ουδείς άλλος.

2. Η Εκκλησία της Ελλάδας έχει κάθε δικαίωμα να εκφράσει τη δική της άποψη σύμφωνα με τα δικά της δόγματα, να κινητοποιήσει το ποίμνιό της και να ζητήσει τη συμμετοχή της στη δημόσια διαβούλευση. Εχει το δικαίωμα, όπως όλοι, να διαφωνήσει (χωρίς όμως να στοχοποιεί ομάδες πολιτών) και να προσπαθήσει, εντός του συνταγματικού μας πλαισίου, να αγωνιστεί για να πείσει για τις θέσεις της τους μόνους που έχουν το δικαίωμα να νομοθετούν, τους βουλευτές. Οπως, όμως, και η ίδια αποδέχεται, η πολιτεία έχει τον τελευταίο λόγο. Πίστευα ότι η υπόθεση της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες και οι αντισυνταγματικές συμπεριφορές κάποιων ιεραρχών τότε κάτι θα μας είχαν διδάξει. Η ψήφισή της, όμως, καθώς και η πρόσφατη ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης δείχνουν πώς πρέπει να λειτουργεί η δημοκρατία σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

3. Τα κόμματα οφείλουν να κατανοήσουν τους πολίτες που τα εμπιστεύονται, να ενημερωθούν και να ενημερώσουν για την επιστημονική και κοινωνική πραγματικότητα και να πείσουν για την ανάγκη σύγχρονης αντιμετώπισής της. Αντί γι’ αυτό, είδαμε πολιτικά στελέχη, δημοσιογράφους και δημοσιογραφούντες να κουνούν με αγριότητα και ειρωνεία το δάχτυλο στους πολίτες που αμφισβητούν, απορρίπτουν ή ακόμη σοκάρονται από ένα νομοσχέδιο το οποίο αισθάνονται, κυρίως από άγνοια, ότι είναι κόντρα σε ό,τι ήταν μέχρι σήμερα αποδεκτό ή έστω κρυμμένο κάτω από χαλί. Είδαμε και ιεράρχες να απειλούν με την έλευση της Κόλασης επί γης! Υπάρχει επομένως ανάγκη κοινωνικοί επιστήμονες, γιατροί, βιολόγοι, φορείς που εκφράζουν τη διεμφυλικότητα, γονείς, σύζυγοι, άτομα με προσωπικές ιστορίες, ευρωβουλευτές που γνωρίζουν τις πρακτικές άλλων χωρών με οργανωμένο τρόπο να ενημερώσουν και να εξηγήσουν στους πολίτες. Ενα ζήτημα που αφορά ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα δεν πρέπει να γίνει θέμα διαγωνισμού αριστεροσύνης ή «προοδευτισμού», αλλά να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση. Δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένας αγώνας από τον οποίο κάποιοι θα νικήσουν και κάποιοι θα ηττηθούν, αλλά ως μια συλλογική προσπάθεια να λυθεί ένα κοινωνικό ζήτημα.

4. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η Εκκλησία από το πολιτικό σύστημα θα έπρεπε να έχει βάθος και ευθύνη. Η Εκκλησία της Ελλάδος μέσα στα χρόνια της κρίσης είχε την τύχη να έχει στον τιμόνι ένα προοδευτικό ηγέτη. Ο Αρχιεπίσκοπος κατάφερε στις ακραίες εποχές των αγανακτισμένων και του επαναστατικού λαϊκισμού να κρατήσει στο περιθώριο τους ακραίους ιεράρχες που ζητούσαν από τους μαθητές στα σχολεία να επαναστατήσουν και τους παπάδες να χτυπούν τις καμπάνες. Κατηγορήθηκε γιατί δεν έκανε «λαοσυνάξεις» στο Σύνταγμα. Κατάφερε μέσα στην κρίση να απονομιμοποιήσει ακραίες φωνές και να απαξιώσει τη Χρυσή Αυγή! Φρόντισε να στρέψει την Εκκλησία στην κατεξοχήν κοινωνική της αποστολή με θαυμαστά αποτελέσματα. Καθόλου εύκολο έργο αν δει κανείς προσεκτικά τη σύνθεση και τις ισορροπίες της Ιεράς Συνόδου. Αν προσέξει κάποιος τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ιερά Σύνοδο, θα αντιληφθεί πως οι σκληροπυρηνικές και οπισθοδρομικές φωνές κερδίζουν έδαφος. Tαυτόχρονα, η Εκκλησία της Ελλάδος δέχεται μια ολοένα αυξανόμενη πίεση από άλλα εκκλησιαστικά κλίματα.

Μια εκκλησιαστική κρίση σε μια χώρα όπως η δική μας ας είμαστε σίγουροι ότι δεν θα περιοριστεί εντός της Ιεραρχίας, αλλά θα διαχυθεί σε όλη την κοινωνία απειλώντας να προκαλέσει νέους και επικίνδυνους διχασμούς. Σε μια κοινωνία με τεράστια προβλήματα και εύθραυστες ισορροπίες, η επικράτηση ακραίων και στην Εκκλησία είναι το τελευταίο που θα χρειαζόμασταν.

Η συμμαχία με γνώση και ευθύνη και αλληλοϋποστήριξη όλων των προοδευτικών δυνάμεων, από τα κόμματα μέχρι την Εκκλησία, είναι η προϋπόθεση για θετικά βήματα προς τα μπρος για τη χώρα και κυρίως για τους πιο αδικημένους συμπολίτες μας. Το αντίθετο μας κρατά δεμένους και διχασμένους.

Η Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, πρώην επίτροπος ΕΕ και πρώην υπουργός