Στο γραφείο της Βαλαωρίτου από την περασμένη εβδομάδα οι επισκέψεις έχουν αυξηθεί υπέρμετρα. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο γραφείο στη Βουλή. Εκατοντάδες είναι, ταυτόχρονα, τα γράμματα, τα τηλεφωνήματα. Δεν πρόκειται για κίνηση συμπαράστασης, αλλά για μια ενεργοποίηση που συνοδεύεται από οργή. Τα πρόσωπα είναι θυμωμένα και οι λέξεις αιχμηρές. Τις περισσότερες φορές είναι ο Κώστας Σημίτης εκείνος που προσπαθεί να κατευνάσει τις διαμαρτυρίες, αντί να ακούει με τη γνωστή στωικότητα που τον διακρίνει. Οι περισσότεροι επισκέπτες του θεωρούν ότι τα πράγματα κινούνται πλέον στη ζώνη του ανεξήγητου.

Η στοχοποίηση ενός πρώην πρωθυπουργού, πολύ περισσότερο εάν έχει διαγράψει μια μεγάλη διαδρομή ως πολιτικός ηγέτης, δεν είναι απλή και εύκολη υπόθεση –ιδίως για θέματα που συνδέονται με την προσωπική του ακεραιότητα και εντιμότητα. Μπορεί να το διαπιστώσει κανείς και από μια αναδρομή στην περίοδο που κάποιοι μετρούσαν τις διαστάσεις στις κούτες των πάμπερ ή επιστράτευαν σωματώδεις ψευδομάρτυρες που γρήγορα αποδείχθηκε ότι έσερναν πίσω τους τον μισό ποινικό κώδικα, προκειμένου να υπηρετήσουν ένα σχέδιο εξόντωσης –πολιτικής και φυσικής –των αντιπάλων τους. Η διαφορά είναι ότι οι στοχοποιήσεις του παρελθόντος συγχρονίζονταν με την ανελέητη μάχη εξουσίας: οι στόχοι ήταν ενεργοί και όσοι μεθόδευαν τα πλήγματα βρίσκονταν ακριβώς απέναντι, την ίδια ώρα και στιγμή. Ο Σημίτης μπαίνει στον κύκλο μιας μεταχρονολογημένης μεθόδευσης, ενώ από χρόνια έχει αποσυρθεί από την κεντρική σκηνή.

Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν είναι ανεξήγητο. Τα ερωτήματα που πλήθαιναν φρόντισε να απαντήσει ο Αλέξης Τσίπρας, υιοθετώντας αβασάνιστα συκοφαντίες και επιχειρώντας να δημιουργήσει μια βάση επιχειρημάτων για να επιτεθεί στη Φώφη Γεννηματά. Η εικόνα ήταν τόσο καθαρή που οι περισσότεροι στη Βουλή δεν μπήκαν καν στον κόπο να το ψάξουν περισσότερο: τα χτυπήματα στον Κώστα Σημίτη εξυπηρετούν το Μαξίμου. Τα νέα ερωτήματα έχουν να κάνουν με τις επιδιώξεις του νυν Πρωθυπουργού. Μπορεί ο Σημίτης να στοχοποιείται ως αντιπερισπασμός στην υπόθεση του συγκυβερνήτη Καμμένου και στις σκοτεινές επαφές του με τον ισοβίτη Γιαννουσάκη; Ακόμη και σημιτικοί που δεν παίζουν «ξυλίκι» με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως, ας πούμε, ο Νίκος Χριστοδουλάκης, το πιστεύουν ακράδαντα. Το μήνυμα είναι ότι η μεθόδευση δεν έχει βάθος, στήθηκε άρον άρον για τις ανάγκες της συγκυρίας. Η μεγαλύτερη εικόνα έχει να κάνει με το στρίμωγμα μιας κυβέρνησης που κάνει απεγνωσμένες κινήσεις.

Κάποιοι διαβλέπουν μια άτσαλη προσπάθεια προσεταιρισμού του καραμανλικού συστήματος που ψάχνει ακόμη «δικαίωση» όχι μόνο για μια οικονομική διαχείριση που άνοιξε την πόρτα στη χρεοκοπία, αλλά και για τη διαχρονική προσπάθεια του Κώστα Καραμανλή να ακυρώσει, πολιτικά και ηθικά, την περίοδο Σημίτη. Μια-δυο διαφοροποιήσεις από την αντιπολιτευτική τακτική στην υπόθεση Καμμένου θα ήταν ευπρόσδεκτες από το Μαξίμου. Μια τρίτη προσέγγιση έχει να κάνει με τη μετωπική επίθεση της Γεννηματά και την προσπάθεια συνένωσης της εγχώριας Κεντροαριστεράς. Ο Σημίτης μπορεί να αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία ανάμεσα στα κομμάτια της ανανεωτικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς με το φιλελεύθερο και δημοκρατικό Κέντρο –τα οποία στο παρελθόν ταυτίστηκαν μαζί του και τον ακολούθησαν. Αν το εγχείρημα πετύχει, σε Μαξίμου και Κουμουνδούρου αντιλαμβάνονται ότι η κατρακύλα ώς τα μονοψήφια ποσοστά δεν μπορεί να αποκλειστεί. Συνεπώς, ο πρωθυπουργός της ΟΝΕ πρέπει να απενεργοποιηθεί πλήρως.

Ο Σημίτης έχει συγκρατηθεί, ίσως επειδή καταλαβαίνει ότι οι επιθέσεις θα κλιμακωθούν όσο ο Τσίπρας θα πνίγεται στον βάλτο με τον ισοβίτη. Αγωγές προετοιμάζονται και περιμένουν την ώρα τους για κάθε συκοφαντικό χτύπημα, αλλά προς το παρόν δεν σκοπεύει να διευκολύνει όσους καίγονται για αλλαγή ατζέντας. Για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ελπίδα που κουβαλά, ας μιλήσει ο Ακης Τσοχατζόπουλος…