Σε μια πρόσφατη δημόσια συζήτηση χρειάστηκε να διαφωνήσω με έναν αγαπημένο μου δάσκαλο. Αυτό για το οποίο εκφραστήκαμε διαφορετικά ήταν η κατάσταση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων στην Ελλάδα επί της παρούσας κυβέρνησης, ένα ζήτημα τόσο σημαντικό που θεώρησα τη σιωπή, ακόμα και την από σεβασμό σιωπή, άπρεπη.
Ο συνομιλητής μου δεν αρνήθηκε παρασπονδίες, αστοχίες και κάμψεις αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιδόσεις της παρούσας κυβέρνησης στο πεδίο των θεσμών υπήρξαν συνολικά καλύτερες από ό,τι περίμενε ή φοβόταν. Από την πλευρά μου εστίασα στα κυριότερα επιμέρους προβλήματα –την κάμψη της ανεξαρτησίας των ανεξάρτητων Αρχών, την πρωτοφανή ανάμειξη στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, τις ωμές παρεμβάσεις στον Τύπο και γενικότερα στην ελευθερία της έκφρασης, τα ήξεις-αφήξεις έως υποκρισίας στο ζήτημα των αιτούντων άσυλο τούρκων αξιωματικών, την υπέρμετρη ανοχή σε ορισμένα φαινόμενα ανομίας και, κορωνίδα όλων, όπως συμφωνήσαμε με τον δάσκαλό μου, τη διεξαγωγή ενός παράνομου δημοψηφίσματος και τώρα και μιας προβληματικής συνταγματικής αναθεώρησης –για να καταλήξω στο αντίθετο συμπέρασμα: ότι ο βαθμός υποχώρησης του κράτους δικαίου, ιδίως για μια κυβέρνηση που αυτοχαρακτηρίζεται Αριστερά, είναι υπέρμετρος. Το ότι δεν φτάσαμε, ακόμα τουλάχιστον, στην εκτροπή δεν σημαίνει ότι μπορούμε να θεωρούμε σχεδόν φυσιολογικές τέτοιες δημοκρατικές υποχωρήσεις.
Πέρα από τη διαφορά τόνου –ο δάσκαλός μου είναι ασφαλώς σοφότερος κι έτσι έχει κατακτήσει υψηλότερο βαθμό ηπιότητας -, αυτό που έχει, νομίζω, σημασία είναι το πού βάζει κανείς μια κρίσιμη διαχωριστική γραμμή. Από τη μια υπάρχουν συμπεριφορές ή πρωτοβουλίες επιστημονικά και πολιτικά κατακριτέες αλλά αποδεκτές, και από την άλλη πράξεις ή στάσεις της εξουσίας που παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές και γι’ αυτό όχι μόνο δικαιολογούν αλλά απαιτούν μια δυναμική αντίδραση. Δημοκρατική στο ύφος και στην επιχειρηματολογία αλλά όχι ήπια, για να μην αδικεί τα αγαθά που διακυβεύονται.
Ισχυρίζομαι ότι το σημείο τομής είναι η υποχώρηση της δημοκρατίας ως πολιτεύματος, ως πρακτικής αλλά και ως αγαθού (όχι ως «αφηγήματος») στα μάτια των πολιτών. Και θεωρώ -δυστυχώς υπάρχουν κι άλλα πολλά παραδείγματα που ενδυναμώνουν αυτή τη θέση –ότι και στα τρία αυτά μέτωπα, στα οποία βέβαια ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν άψογες, η παρούσα ομάδα εξουσίας πήγε τη χώρα πολύ πίσω και μάλιστα ίσως ανεπίστρεπτα –αρκεί να σκεφτούμε το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος