Οσο κι αν τον ερχόμενο Ιούλιο, στις 19 του μηνός, συμπληρώνονται είκοσι οκτώ χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Τσαρούχη, το κείμενο αυτό δεν δικαιολογείται να θεωρηθεί καν ως ένα πρόωρο μνημόσυνό του. Τα μνημόσυνα αφορούν σε όσους πραγματικά έχουν πεθάνει. Και ο Τσαρούχης είναι τόσο ζωντανός στη σκέψη και στην καρδιά χιλιάδων ανθρώπων ώστε μόνον ως έναν άνθρωπο που έχει φύγει οριστικά δεν μπορεί να τον υπολογίσεις. Δεν περνάει μέρα, συχνά και ώρα, που να μην έρθει στα χείλη μας με όσα έχει πει, έχει γράψει και έχει ζωγραφίσει, με το ανεκδοτολογικό, επιπλέον, μέρος της ζωής του να ενδιαφέρει όσο και το πιο ουσιαστικό ζωγραφικό και συγγραφικό του χνάρι. Οπως μάλιστα είχε φροντίσει να δώσει ο ίδιος το στίγμα του λέγοντας ότι «στο μέλλον θα είμαι μάλλον ένα είδος Νασρεντίν Χότζα, κανείς δεν θα ξέρει τι πραγματικά έχω πει ή δεν έχω πει».

Με τον κάθε άλλο παρά πολιτικό του λόγο να επεμβαίνει ωστόσο σε δύστηνους πολιτικά καιρούς και να τους απαξιώνει, προορίζοντάς τους για τον πλέον αρμόζοντα σ’ αυτούς χώρο, τους σκουπιδοτενεκέδες της Ιστορίας. Παρατηρώντας ένα γενικότερα νοσηρό κοινωνικά κλίμα, όπως εκφράζεται με την οργάνωση της ζωής τους, από πλευράς λογής προυχόντων της δημόσιας ζωής, γνωστών πολιτικών, πανεπιστημιακών καθηγητών, δημοσιογράφων, διευθυντών τραπεζών, συχνά και καλλιτεχνών, αλλά και τόσων άλλων, δεν μπορείς να μην αναπολείς διαρκώς τη σκανδαλωδώς απλή και καθημερινή συμπεριφορά του Γιάννη Τσαρούχη, που ήταν χωρίς ίχνος δυσανασχέτησης – το ακριβώς αντίθετο – στη διάθεση του οποιουδήποτε.

Ο καθένας φίλος, γνωστός, συνεργάτης ή ακόμη άγνωστός του, που ήθελε όμως πραγματικά να τον γνωρίσει για να του ζητήσει μια αφιέρωση ή ένα σχέδιο, μπορούσε να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του, να τον σταματήσει στο δρόμο ενώ τον έβλεπε να περπατάει ή έτρωγε ένα γλυκό σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Με τον Τσαρούχη να τον ρωτάει για τον τόπο της καταγωγής του, αν είχε γονείς, αδέλφια, με τι καταγινόταν. Και αυτοσχεδιάζοντας, ενώ συζητούσε με τον άγνωστό του με πολύ περισσότερη όρεξη σε σχέση με τον τρόπο που το έκανε αν ο άνθρωπος που τον είχε συναντήσει ήταν αυτό που λέμε αβασάνιστα «επώνυμος», άκουγες πληροφορίες και σκέψεις που δεν τις είχε ξαναπεί και δεν τις είχε ξανακάνει. Με αποκορύφωμα της τιμής που απέδιδε στον άγνωστό του, ενώ συζητούσε μαζί του, την έλλειψη κάθε βιασύνης ή μιας στοιχειώδους έγνοιας πως ό,τι έλεγε έπρεπε να προσπαθήσει να το συγκρατήσει γιατί ενδεχομένως θα μπορούσε να το χρειαστεί στο μέλλον. Γεγονός όμως που θα είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι τόσο προσεκτικός σε όσα του εξομολογούνταν ο συνομιλητής του.

Δεν τον είχε ακούσει ποτέ κανείς να λέει ότι ο χρόνος του είναι πολύτιμος ή ότι μπορεί να τον παραχωρεί στον καθένα ή να του τον «κλέβει» ο καθένας, λέξεις που είναι η μόνιμη επωδός στα στόματα των προυχόντων που αναφέραμε. Πράγμα που σε κάνει να πιστεύεις πως αν επικαλούνται μια σχετική σχέση με τον χρόνο είναι γιατί μόνον με τον τρόπο αυτό μπορεί να πείσουν τους άλλους ότι πραγματικά αξίζουν. Χωρίς βέβαια να συμβαίνει κάτι τέτοιο.