Χαμένη στη μετάφραση δηλώσεων και επαφών εξακολουθεί να βρίσκεται η κυβέρνηση για το χρέος ενώ η κλεψύδρα ώς το Eurogroup της 15ης Ιουνίου αδειάζει. Με τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις να μεταφέρονται χθες στη Φρανκφούρτη λόγω της παρουσίας του Ευκλείδη Τσακαλώτου σε διεθνές συνέδριο με θέμα την Ελλάδα, ο Αλέξης Τσίπρας επέμεινε από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ πως η κυβέρνηση επιδιώκει «καθαρή λύση». Πλην όμως απέφυγε επιμελώς ακόμη και την παραμικρή αναφορά στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), επιμένοντας φορτικά πως η λύση που αναζητεί η κυβέρνηση στοχεύει στην απρόσκοπτη έξοδο στις αγορές.

Είναι η πρώτη φορά που ο Αλέξης Τσίπρας δεν αναφέρθηκε ρητά στο QE, καθώς μέχρι σήμερα αποτελούσε τον βασικό στόχο της κυβέρνησης και το κύριο συστατικό στοιχείο του οδικού χάρτη για την ανάταξη της οικονομίας. «Θέλουμε έξοδο στις αγορές με βιώσιμους όρους και θετική έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ», ανέφερε στα «ΝΕΑ» κορυφαία κυβερνητική πηγή, υπονοώντας ότι η θετική έκθεση βιωσιμότητας είναι αυτή που μπορεί, θεωρητικά, να ανοίξει το δρόμο για το QE.

«Καθαρή λύση για την ελληνική πλευρά είναι εκείνη που δεν δημιουργεί ή δεν θα επιτείνει την ανασφάλεια στους επενδυτές και δεν θα μεταθέτει το πρόβλημα προς το μέλλον», τόνισε στην ομιλία του ο Πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι η λύση θα πρέπει να εξασφαλίζει την απρόσκοπτη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές και την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών μετά το τέλος του προγράμματος, τον Σεπτέμβριο του 2018.

Μίλησε μάλιστα για «ιδιαιτέρως αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον», ενώ επισήμανε πως μπορεί να βρεθεί μια λύση για το χρέος που δεν θα επιβαρύνει τους ευρωπαίους φορολογουμένους. Στέλνοντας παράλληλα σαφές μήνυμα προς τους εταίρους για ολοκλήρωση της αξιολόγησης και εκταμίευση της δόσης, σημείωσε πως «έχουμε εκπληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεών μας», ενώ διευκρίνισε για το θέμα του χρέους πως «δεν θέλουμε μια λύση για επικοινωνιακούς λόγους, αλλά για να κλείσει οριστικά ο κύκλος της κρίσης».

Αναφορικά με την πρόταση Σόιμπλε, ο Πρωθυπουργός σημείωσε πως απορρίφθηκε διότι δεν εξασφάλιζε τα παραπάνω κριτήρια, ωστόσο απέφυγε να αποκαλύψει εάν εξακολουθεί να βρίσκεται στο τραπέζι για την κυβέρνηση ως βάση διαπραγμάτευσης, όπως είχε ειπωθεί τις προηγούμενες μέρες. Και επανέλαβε τις εκκλήσεις απέναντι στους δανειστές, λέγοντας ότι είναι καθήκον τους να λάβουν οριστική απόφαση για την Ελλάδα. Μάλιστα, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι «υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι» για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Τέλος, έκανε εμμέσως νύξη για ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, μιλώντας για «κοινή εθνική απαίτηση να αφήσουμε πίσω το παρελθόν», ενώ υπογράμμισε: «Εδώ κρίνεται το μέλλον της οικονομίας για τις επόμενες δεκαετίες. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, στοχοπροσηλωμένοι, αλλά και ενωμένοι».

Μετά την επικοινωνία με Ανγκελα Μέρκελ, Εμανουέλ Μακρόν και Ντόναλντ Τουσκ, πληροφορίες αναφέρουν ότι οι επαφές του Πρωθυπουργού θα συνεχιστούν τόσο με ευρωπαίους αξιωματούχους όπως ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκερ και ο Πιερ Μοσκοβισί όσο και με ηγέτες του μετώπου του Νότου όπως ο ιταλός ομόλογός του Πάολο Τζεντιλόνι. Στόχος είναι να δοθεί πολιτική διάσταση στο ζήτημα και είτε φτάσει είτε όχι στη Σύνοδο Κορυφής να περάσει το μήνυμα προς τους εταίρους ότι αναβολή της απόφασης στο Eurogroup δεν δημιουργεί πρόβλημα μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την ευρωζώνη.

«Εχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας», δήλωσε (Real FM) από την πλευρά του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο οποίος εξέφρασε παράλληλα την αισιοδοξία του ότι θα υπάρξει θετική κατάληξη στο Eurogroup. Επιχειρώντας εξάλλου να ξορκίσει τα σενάρια ρήξης από την πλευρά της κυβέρνησης ή χρεοκοπίας και Grexit από την πλευρά των δανειστών, τόνισε πως «εάν αποφάσιζε ο Σόιμπλε, η Ελλάδα πιθανόν να είχε τεθεί εκτός ευρωζώνης γύρω στις πέντε φορές μέχρι σήμερα».

Επιδιώκοντας στροφή στην εσωτερική πολιτική ατζέντα, ο Πρωθυπουργός συνεχίζει τον κύκλο επισκέψεών του στα υπουργεία. Ετσι σήμερα θα επισκεφθεί το υπουργείο Εσωτερικών, με τις αλλαγές που σχεδιάζει η κυβέρνηση στον χάρτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.