Οταν ο Θανάσης Αντετοκούνμπο περνούσε το κατώφλι του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη για να συστηθεί στο ευρύ κοινό, ήταν ένα παιδί 20 ετών, που όχι μόνο δεν είχε αποκτήσει το πολυπόθητο ελληνικό διαβατήριο, αλλά δεν είχε ταξιδέψει πουθενά εκτός Ελλάδας. Δεν ευθυνόταν εκείνος για αυτό. Εμοιαζε δέσμιος μιας χώρας, που ο ίδιος λάτρευε, αλλά εκείνη δεν επισημοποιούσε την ελληνική υπηκοότητά του. Εκείνο το κρύο βράδυ του Ιανουαρίου πριν από τέσσερα χρόνια, ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννη, του Κώστα και του Αλεξ (και μικρότερος του Φράνσις, που υπήρξε ποδοσφαιριστής και ζει στη Νιγηρία) είχε την ανάγκη να βροντοφωνάξει «είμαστε Ελληνες, τέλος!».

Ευτυχώς, η κραυγή αγωνίας του ακούστηκε ώς το ΟΑΚΑ, όπου ακόμη και τώρα εδρεύει η Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης. Ο αείμνηστος Γιώργος Κολοκυθάς ήταν προσωπικός φίλος τού τότε πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και η παρέμβασή του ήταν καταλυτική, καθώς ένα δικό του τηλεφώνημα έβαλε το νερό (της ελληνοποίησης) στο αυλάκι. Η πρώτη δημόσια εκδήλωση αγάπης προς την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε μερικούς μήνες αργότερα, τη βραδιά του ντραφτ του ΝΒΑ, όταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ένας καχεκτικός νεαρός από τον άσημο Φιλαθλητικό, επελέγη στο Νο 15 από τους Μιλγουόκι Μπακς το 2013 και ο Θανάσης άπλωσε με υπερηφάνεια την ελληνική σημαία επί νεοϋορκέζικου εδάφους.

Για τα επόμενα τρία χρόνια, Θανάσης και Γιάννης συνέχισαν… αυτοκόλλητοι, έστω και αν η έδρα του Θανάση δεν ήταν στο Μιλγουόκι, όπου είχαν μετακομίσει οι γονείς και τα τρία παιδιά τους, αλλά το Ντέλαγουερ και το Ουέστσεστερ της Νέας Υόρκης, αφού είχε αποφασίσει να αγωνιστεί στην Αναπτυξιακή Λίγκα του ΝΒΑ, τη λεγόμενη D-League (μέλος της δεύτερης καλύτερης αμυντικής πεντάδας το 2015). Τελικά, η μεγάλη ευκαιρία ήλθε τον Ιανουάριο του 2016 υπογράφοντας δεκαήμερο συμβόλαιο με τους… κανονικούς Νικς, ωστόσο η εμπειρία του στο ΝΒΑ υπήρξε σύντομη και μετά το πέρας των δέκα ημερών επέστρεψε στη θυγατρική ομάδα.

Η οικογένεια σημαίνει τα πάντα για τον Θανάση. Δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξε το Νο 43 στη φανέλα, αποκαλύπτοντας εκ των υστέρων ότι «ο Γιάννης είχε πάρει ήδη το Νο 34 και όταν φοράω τη φανέλα, νιώθω ότι φοράω την οικογένειά μου». Παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι του 2016 και έχοντας πραγματοποιήσει πολύ καλές εμφανίσεις με την Εθνική Ανδρών (μ.ό. 7,3 π., 1,7 ρ., 1 κλ., 1 τ. σε 15,3′) στο Προολυμπιακό Τουρνουά στο Τορίνο, πήρε μια απόφαση ζωής, που θα τον συντροφεύει για αρκετό καιρό. Αποχωρίστηκε την ομπρέλα ασφαλείας που άπλωνε γύρω του ο Greek Freak, που πλέον είχε εξελιχθεί σε έναν από τους καλύτερους παίκτες του ΝΒΑ και υπέγραψε στην ισπανική Ανδόρα.

Το ευχάριστο για τον 25χρονο φόργουορντ είναι ότι δικαιώθηκε πανηγυρικά για την επιλογή του εξελίσσοντας το παιχνίδι του, προσαρμόζοντας το αμερικανικό στο ευρωπαϊκό μπάσκετ και συμβάλλοντας στις ιστορικές επιτυχίες της Ανδόρας, η οποία προκρίθηκε στο Copa del Rey, όπου ηττήθηκε στην παράταση και με διαιτητικά σφάλματα από τη μετέπειτα κυπελλούχο Ρεάλ Μαδρίτης, προκρίθηκε στα πλέι οφ της ACB και σαν να μην έφτανε αυτό κατάφερε να κερδίσει τη Βασίλισσα Ρεάλ Μαδρίτης. Με διαβατήριο τους 12,8 πόντους του στα πλέι οφ, το ανοδικό ταξίδι του Θανάση θα συνεχιστεί. Είναι βέβαιο ότι θα έχει προτάσεις από την ACB, δεν αποκλείεται και από την Ελλάδα, αν και το πάθος του παραμένει το ΝΒΑ για να ξανασμίξει με το «φαινόμενο» της οικογένειας και τα άλλα αδέλφια που έρχονται να διεκδικήσουν μια θέση στον παγκόσμιο χάρτη του μπάσκετ.