Με αφορμή τον θάνατό του, γράφτηκε επανειλημμένα ότι η ζωή τού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη θα αποτελούσε πρώτης τάξεως υλικό για μυθιστόρημα. Δεν συμφωνώ.

Ασφαλώς τα εξήντα τουλάχιστον από τα ενενήντα εννιά του χρόνια έβριθαν από δράση, περιπέτειες, ανατροπές, θριάμβους και διαψεύσεις. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα ενέπνεε ως ένα πρόσωπο το οποίο στράγγιξε τη ζωή, άρπαξε από τα κέρατα τη μοίρα του, επέβαλε τη βούλησή του σε ανθρώπους και σε καταστάσεις.

Εμφανίζει ωστόσο για τον μυθιστοριογράφο δυο μεγάλα τρωτά.

Είναι, πρώτον, υπερφωτισμένος. Εχει μιλήσει ο ίδιος τόσο αναλυτικά για τα έργα και τις ημέρες του, έχει δώσει τόσο εξαντλητικές απαντήσεις και στα πιο ελάσσονα ακόμα ερωτήματα, ώστε έχει –ηθελημένα ή άθελά του –αλυσοδέσει τη φαντασία τού τρίτου παρατηρητή σχετικά με την πορεία του. Αμα πάλι επέλεγες να μην τον πιστέψεις σε τίποτα, θα κατέληγες ασυναίσθητα φερέφωνο των παντοειδών εχθρών του, που κι εκείνοι έχουν αναθεματίσει με εμπάθεια εντυπωσιακή και την παραμικρή του πράξη. Σε περίπτωση δε που θα επιχειρούσες να ακολουθήσεις τον δρόμο της καμήλας, να αποστείς τόσο από την αγιογραφία όσο κι από τον λίβελο, η αγωνία σου να κρατήσεις ισορροπία θα σε έριχνε μοιραία στη χλιαρότητα. Σε κάθε σου κεφάλαιο, σε κάθε σου σχεδόν σελίδα, θα επαναλάμβανες «ναι μεν, αλλά…». Και θα ήταν άδικο για κάποιον που μοναχά «Ναιμεναλλάς» δεν υπήρξε.

Κι ερχόμαστε στο δεύτερο και μεγαλύτερο μειονέκτημα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ως εν δυνάμει μυθιστορηματικού ήρωα. Επειθε απόλυτα όποιον τον άκουγε κι όποιον τον συναντούσε ότι στερούνταν ρωγμών. Οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι αντιφάσεις, τα βασανιστικά ψυχικά –όχι πολιτικά –διλήμματα, που αποτελούν βούτυρο στο ψωμί της τέχνης, απουσίαζαν εντελώς από την προσωπικότητα του εκλιπόντος. Δεν υπονοώ ότι είχε ιδιοσυγκρασία ρομπότ –το αντίθετο, γινόταν ενίοτε εξαιρετικά τρυφερός και υποστηρικτικός σε εκείνους που αγαπούσε. Τον κυριαρχούσε ωστόσο μια βεβαιότητα η οποία έσπαζε κόκκαλα. Η εντολή –εικάζω –που είχε λάβει κατά την τρυφερότερη ηλικία να αντέχει σε πείσμα των καιρών, να μη λυγίζει ούτε δευτερόλεπτο, τον είχε διαποτίσει…

Ετσι και έπρεπε κάποιον να επιλέξω απ’ το στενό περιβάλλον του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για μοντέλο στη συγγραφική μου εργασία, το βλέμμα μου θα έπεφτε κατευθείαν στον Μανούσο.

Μανούσος Γρυλλάκης ονομάζεται κι άλλο δεν ξέρω για εκείνον παρά ότι στάθηκε -στάθηκε κυριολεκτικά –στο πλευρό του επί τέσσερις συναπτές δεκαετίες. Νέος αστυνομικός το 1978, αποσπάστηκε προφανώς από την υπηρεσία του στην υπηρεσία τού τότε υπουργού Συντονισμού. Τον ακολούθησε πιστά παντού, τον προφύλαξε –εικάζω –από μη κοινολογηθείσες επιθέσεις, τον είδε να ανεβαίνει με εντυπωσιακή ταχύτητα τα σκαλιά, από εκ καραμανλικής μεταγραφής «εσώγαμβρος» σε ηγέτη της Νέας Δημοκρατίας κι από επικεφαλής της αντιπολίτευσης επί παντοδυναμίας του Ανδρέα Παπανδρέου σε πρωθυπουργό. Ενώ ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σκεφτόταν, διάβαζε, ηρεμούσε, ο Μανούσος παρέμενε άοκνος φρουρός –κουφός και τυφλός προς χάριν της ιδιωτικότητας του ανθρώπου του, συνάμα δε με τις κεραίες του τεντωμένες στο έπακρον για να αποκρούσει τον οποιονδήποτε κίνδυνο.

Κι όταν ο Μητσοτάκης αφυπηρέτησε της ενεργού δράσης και ο Μανούσος συνταξιοδοτήθηκε, αντί η σχέση τους να χαλαρώσει, συνεσφίχθη. Το βήμα του γινόταν ασταθές, ο Μανούσος διακριτικότατα τον στήριζε. Το βλέμμα του τον τελευταίο καιρό είχε θολώσει, ο Μανούσος τού υπεδείκνυε ποιον είχε κάθε στιγμή απέναντί του. Στοιχηματίζω πως στο νεκροκρέβατό του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναζήτησε τον Μανούσο. Κι ότι εκείνος τον παρέδωσε –ως κάποιος που έχει στο ακέραιο επιτελέσει την αποστολή του –στα στιβαρά χέρια του ψυχοπομπού θεού Ερμή.

Τι ωθεί έναν άνθρωπο να καταστεί σκιά ενός άλλου ανθρώπου; Να θέσει τον εαυτό του σε δεύτερη μοίρα, να αφοσιωθεί, μη κινούμενος ούτε από έρωτα ούτε από τον νόμο του αίματος; Ο Αγγελος Βλάχος στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα «Ο Κύριος μου Αλκιβιάδης» προσφέρει μιά ερμηνεία. Ο Ρόναλντ Χάργουντ στον «Αμπιγέρ» του –που ευτύχησε να παιχτεί στην Ελλάδα τόσο από τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τον Νικήτα Τσακίρογλου όσο και από τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τον Χρήστο Στέργιογλου –πραγματεύεται το ερώτημα ολοσδιόλου διαφορετικά. Ο Μανούσος Γρυλλάκης θα έδινε, πιστεύω, την πλέον βιωματική απάντηση. Δεν πρόκειται –εννοείται –να το κάνει ποτέ, από υπερβάλλοντα προς τον νεκρό του σεβασμό. Και η σιωπή του ακριβώς είναι που τον καθιστά ακόμα πιο ενδιαφέροντα. Ακόμα πιο μυθιστορηματικό.

Ο Μανούσος και όλοι οι σιωπηλοί φύλακες-άγγελοι αποτελούν αινιγματικές αντιστίξεις. Προσθέτουν βάθος και συγκίνηση στο κυρίως θέμα.