Ενας διπλός παραλογισμός εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Η κυβέρνηση ψήφισε τα μέτρα του τέταρτου Μνημονίου για να επιτύχει ελάφρυνση του χρέους και, μόλις τα ψήφισε, έμαθε από τους διεθνείς εταίρους ότι όχι μόνο δεν θα υπάρξει άμεση λύση στο ζήτημα του χρέους αλλά ούτε κλείσιμο της πολύ πιο επείγουσας αξιολόγησης. Ετσι, το τέταρτο Μνημόνιο αποδεικνύεται ότι φέρνει πρόσθετα μέτρα όχι μόνο χωρίς πρόσθετη χρηματοδότηση αλλά και με πρόσθετη επιδείνωση της εθνικής θέσης.

Στην πραγματικότητα το χρέος, για το οποίο δίνει τον υπέρ πάντων –επικοινωνιακό –αγώνα η κυβέρνηση, εικονογραφεί μια τριπλή αποτυχία της: στόχευσης, διαπραγμάτευσης, ειλικρίνειας.

Το χρέος δεν υπήρχε κανένας λόγος να αναχθεί σε ιερό δισκοπότηρο. Πρώτον, γιατί αφορά περισσότερο τους δανειστές –που έχουν λαμβάνειν –και λιγότερο τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, για την οποία προέχει να υπάρξουν επιτέλους ρευστότητα, επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη (στοιχεία που αποτελούν, παρεμπιπτόντως, και τις βασικές προϋποθέσεις για να μειωθεί κάποτε το χρέος). Δεύτερον, γιατί το χρέος σχετίζεται με τον μακρύ χρόνο, μιας και με τις συμφωνίες που έχουν επιτύχει προηγούμενες κυβερνήσεις, δεν πρόκειται να τεθεί ζήτημα –δηλαδή να αναζητηθούν χρήματα πέραν των τακτικών ροών –πριν από μερικές δεκαετίες. Εκτός αν το χρέος καταστεί από εμάς τους ίδιους προαπαιτούμενο για αυτά που είναι πραγματικά αναγκαία.

Αυτό δυστυχώς «πέτυχε» με τη διαπραγματευτική τακτική της η κυβέρνηση. Με την επιμονή της στην άμεση ελάφρυνση του χρέους, έθεσε το ΔΝΤ στο κέντρο των εξελίξεων (γιατί για το ΔΝΤ το «βιώσιμο χρέος» είναι προϋπόθεση συμμετοχής) και παράλληλα μετέτρεψε το ΔΝΤ από δυνάμει σύμμαχο σε πολιορκητικό κριό (αφού η επιμονή για άμεσο διακανονισμό του χρέους με παράλληλη επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων περνά αναγκαστικά από αντιστροφή των προτεραιοτήτων: λήψη επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων τώρα αμέσως, αόριστες υποσχέσεις για επανεξέταση του χρέους αργότερα). Ξανανοίγοντας άγαρμπα το κουτί της Πανδώρας, η κυβέρνηση «πέτυχε» επίσης να ανακληθούν ευνοϊκές ρυθμίσεις που είχαν κατακτηθεί στο όνομα της χώρας από προηγούμενες κυβερνήσεις (όπως η επιστροφή, που χάθηκε οριστικά, κερδών του Ευρωσυστήματος από ελληνικά ομόλογα), να τεθούν εκποδών και να πρέπει εκ νέου και υπό χειρότερες συνθήκες να συμφωνηθούν ήδη συμφωνημένες από το 2012 παραμετρικές αλλαγές (διάρκεια, επιτόκια, περίοδος χάριτος) και, κυρίως, να ανακοπεί, λόγω επιστροφής της αβεβαιότητας σε όλα τα πεδία, η ελαφρά έστω δυναμική της οικονομίας (άρα και του χρέους).

Το απογοητευτικότερο όμως είναι ότι αυτές οι υποχωρήσεις δεν γίνονται από εσφαλμένη έστω εκτίμηση της κυβέρνησης ότι ο διακανονισμός του χρέους επείγει και αποτελεί προϋπόθεση ανάκαμψης, αλλά για να δημιουργηθεί ένα κυβερνητικό «αφήγημα», δηλαδή μια παραπλανητική εντύπωση σε δύο επίπεδα. Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι δίνει «μάχη» σε ένα κρίσιμο πεδίο, ενώ μια «μάχη» που φέρνει σε χειρότερη θέση τα συμφέροντα του μαχόμενου είναι χειρότερη από μια «ανακωχή» που βάζει τις βάσεις για την ανάκαμψη. Και θέλει επίσης να δώσει «αριστερό» πρόσημο σε αυτή τη «μάχη», ενώ μόνο μια πολύ εδικού τύπου «Αριστερά» –κρατικιστική και κοινωνικά ανάλγητη –θα έβαζε τα νούμερα του χρέους πάνω από τις συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης στη ζωή των πολιτών. Τελικά, η κυβέρνηση απλώς παραβλέπει το πραγματικό χρέος της, που είναι να υπερασπίζεται το κοινό καλό.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος