Οι άνθρωποι που ζουν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν προβλήματα ύπνου, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.

Σε σύγκριση με όσους ζουν σε περιοχές με καθαρό αέρα, όσοι αναπνέουν υψηλά επίπεδα διοξειδίου του αζώτου και αιωρούμενων σωματιδίων με διάμετρο 2,5 μικρά (PM2,5) έχουν έως 60% περισσότερες πιθανότητες να κάνουν κακό ύπνο το βράδυ.

Οι δύο ρύποι παράγονται από τα οχήματα και συνήθως βρίσκονται σε υψηλές συγκεντρώσεις κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους.

Όπως είπαν οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Θωρακικής Εταιρείας (ATS2017), που διεξάγεται στην ίδια πόλη, παρακολούθησαν επί μία πενταετία 1.863 εθελοντές, για να εξετάσουν αν και κατά πόσον επηρεάζονταν από τους ατμοσφαιρικούς ρύπους.

Οι εθελοντές φορούσαν στη διάρκεια του ύπνου μια ειδική συσκευή στον καρπό τους, για να καταγράφονται οι κινήσεις που έκαναν ενόσω κοιμόντουσαν.

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, όσοι εκτίθεντο καθ’ όλη τη διάρκεια της πενταετίας στα υψηλότερα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου είχαν 60% περισσότερες πιθανότητες να κάνουν κακό ύπνο, ενώ όσοι εκτίθεντο στα υψηλότερα επίπεδα των PM2,5 είχαν 50% περισσότερες πιθανότητες κακού ύπνου.

Οι συσχετίσεις αυτές παρέμειναν ισχυρές όταν οι ερευνητές έλαβαν υπ’ όψιν άλλους παράγοντες κινδύνου για φτωχής ποιότητας ύπνο, όπως η ηλικία, το σωματικό βάρος, το ιστορικό αναπνευστικών διαταραχών όπως η υπνική άπνοια, το ιστορικό καπνίσματος κ.λπ.

«Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει την υγεία της καρδιάς και του αναπνευστικού συστήματος, αλλά λίγα είναι γνωστά για την δυνητική συσχέτισή της με τον ύπνο», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Μάρθα Μπίλινγκς, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Πνευμονολογίας του πανεπιστημίου.

Και εξήγησε ότι η ρύπανση θα μπορούσε να επηρεάζει έμμεσα τον ύπνο, ερεθίζοντας την αναπνευστική οδό και προκαλώντας της διόγκωση και συμφόρηση. Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι να επηρεάζει τμήματα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την αναπνοή και τον ύπνο.

Οι ερευνητές επισήμαναν ότι τα στοιχεία τους αφορούν μακροχρόνια έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους και δεν ξέρουν αν ανάλογη αρνητική επίδραση θα είχε και η βραχυχρόνια έκθεση σε αυτούς.