Επειτα από επτά ταινίες μικρού μήκους και ξεκινώντας από τους ήρωες της τελευταίας εξ αυτών («Ο Ελβις είναι νεκρός»), ο Στέργιος Πάσχος κάνει το πέρασμα με το «Αφτερλωβ», μια ρομαντική κομεντί που μοιάζει να φέρνει κάτι καινούργιο στο ελληνικό σινεμά. Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη αλλά και τους πρωταγωνιστές της, μπας και βγάλουμε κάποια άκρη.

Η ταινία βγαίνει την Πέμπτη ύστερα από μια σημαντική βράβευση στο Λοκάρνο, αλλά και σε άλλα διεθνή φεστιβάλ. Πώς αισθάνεσαι τώρα που η διαδρομή δείχνει να φτάνει στο τέλος της;

Τι να σου πω. Χαρούμενος, ίσως λίγο μουδιασμένος. Και, προφανώς, εκτεθειμένος. Γιατί δεν ξέρω να κάνω σινεμά αλλιώς. Ψάχνεις το πιο ευάλωτο κομμάτι σου, να εκθέσεις ό,τι υπάρχει εκεί, με την καρδιά σου. Δεν είναι απαραίτητο πως θα λειτουργήσει κάτι τέτοιο, αλλά γυρεύεις μια αλήθεια.

Και τι γύρευες ξεκινώντας την περιπέτεια του «Αφτερλωβ»;

Το ζητούμενο από την αρχή ήταν να στηθεί μια κατάσταση όπου ο καθένας θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε ένα διαφορετικό σημείο αυτής της ιστορίας. Δεν επεδίωξα μια κάποια σαφή απάντηση. Ηθελα να υπάρχει εκεί ένας χώρος για να αναπτυχθεί η φαντασία του άλλου. Εσύ, για παράδειγμα, μπορεί να βλέπεις στο τέλος αυτής της ιστορίας μια κατάρρευση, εγώ βλέπω ένα βάρος. Που όμως είναι αναπόφευκτο γιατί, πώς να το κάνουμε, ο έρωτας έχει ένα βάρος. Κι όταν η ζωή γίνεται ισχυρή, αναπόφευκτα γίνεται και ο θάνατος.

Αυτό όμως κάνει τους ήρωες «σοφότερους» με έναν τρόπο.

Οδεύουν και οι δυο προς την «ενηλικίωση», ναι. Αυτό ήταν και η βασική ιδέα, πως κάπως θα «μεγαλώσουν», κάτι θα καταλάβουν –κυρίως αυτός δηλαδή, μιας και η ταινία είναι μέσα από τα μάτια του, αυτός κυρίως εκτίθεται εκεί. Στήνει μια παγίδα αυτός ο ήρωας και στο τέλος πέφτει ο ίδιος μέσα.

Και η ταινία όμως στήνει μια παγίδα στον θεατή. Ξεκινά με μια ανεμελιά που σταδιακά εξατμίζεται.

Εγώ προτιμώ τη λέξη «ξεφλούδισμα». Αν μαγειρεύεις ξέρεις πως αν δεν κόψεις την καρδιά ενός κρεμμυδιού δεν κλαις. Ηθελα λοιπόν να συγκινηθούμε όσο πλησιάζουμε αυτούς τους ανθρώπους. Επίσης αν καθαρίζεις ένα κρεμμύδι μετά τα χέρια σου θα μυρίζουν. Κι εγώ ήθελα να φτιάξω μια ταινία που να μην την αποχωρίζεσαι. Να σε ακολουθεί.

Θα σε ρωτούσα τι υπάρχει «Αφτερ λοβ», αλλά αυτό θα προϋπέθετε πως έχουμε καταλήξει στο «τι είναι αυτό που το λένε αγάπη».

Κάτι που φυσικά είναι αδύνατον. Λέμε «σ’ αγαπώ» χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς σημαίνει, για ποια αγάπη μιλάμε. Υπάρχει, ας πούμε, η αγάπη της απόλυτης αποδοχής.

Υποθετικά το αποζητάμε όλοι…

Ναι, γιατί στην πράξη δεν είμαι σίγουρος πως κάτι τέτοιο θα ήταν ωφέλιμο για όλους. Θα μπορούσε να σε κάνει, ας πούμε, μαλθακό. Σαν μια μητέρα που αποδέχεται τα πάντα, δίχως όρια. Τι περιθώρια εξέλιξης έχει αυτό; Πόσες φορές δεν σε έχουν «συνετίσει» ουσιαστικά από αγάπη; Και πόσες φορές δεν σε έχουν χειραγωγήσει κτηνωδώς, πάλι με την ίδια πρόφαση; Το σίγουρο είναι πως χωρίς αγάπη πεθαίνεις.

Οπως και χωρίς το σινεμά. Μιλώντας, τουλάχιστον, για εμάς τους δυο, αυτή τη στιγμή. Το «Αφτερλωβ» μιλά και γι’ αυτό.

Υπάρχουν χίλιοι λόγοι για να μην κάνεις μια ταινία στην Ελλάδα, και ένας για να την κάνεις: να το θέλεις. Αισθάνομαι πιο κανονική τη ζωή μου όταν κάνω μια ταινία πάντως, παρά όταν βρίσκομαι εκτός. Καταλαβαίνω καλύτερα εμένα, το τι μου συμβαίνει όταν κάνω σινεμά.

Και τι κατάλαβες απ’ αυτήν την ταινία;

Οτι δεν έχω μεγαλώσει.

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι και η ψυχή της ταινίας –δίχως αυτούς, η σπιρτάδα της σκηνοθετικής γραφής θα έπεφτε στο κενό. Το στοίχημα εδώ μοιάζει να έχει κερδηθεί.

Χάρης Φραγκούλης: Η ταινία μάς έπιασε εξαπίνης, ευτυχώς. Σκέψου πως μονάχα το ένα τρίτο του σεναρίου πέρασε τελικά στο τελικό cut. Οχι μόνο μας έπιασε εξαπίνης σε σχέση με αυτό που είμαστε, σαν άνθρωποι, αλλά και η ίδια η ταινία μοιάζει να «κατάλαβε» τον εαυτό της αφού γυρίστηκε. Φυσικά αυτό προήλθε από το ότι τα πράγματα γίνονται πάντα άλλη στιγμή απ’ όταν εκφράζονται.

Είναι το «Αφτερλωβ» μια «νεανική ταινία»;

Ηρώ Μπέζου: Δεν υπάρχει αυτή η πρόθεση –ΟΚ, είμαστε δυο νέοι άνθρωποι που προφανώς είναι «ζωντανοί», οπότε μπορεί να την ονόμασαν νεανική με την έννοια ενός κάποιου παλμού. Εγώ όμως δεν σκέφτηκα ποτέ πως ή ταινία είναι «νεανική».

Χ.Φ.: Η νεότητα έχει κάποια χαρακτηριστικά, όπως τη δύναμη της κατωτερότητας. Εννοώντας πως μπορεί να είναι κατώτερη της ωριμότητας, διαθέτει όμως τη δύναμη του θράσους. Της επιπολαιότητας.

Το οποίο δεν έχει απαραιτήτως ηλικιακό πρόσημο.

Χ.Φ.: Συμφωνώ απολύτως –τέτοιος σκηνοθέτης ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Που όταν μεγάλωσε έκανε ακόμα πιο ανεύθυνες και επιπόλαιες ταινίες. Υπέροχες ταινίες, που δεν έδιναν λόγο πουθενά, ούτε καν στο ίδιο το σινεμά. Και γι’ αυτό ήταν, ας πούμε, ευάλωτες στην κριτική.

Ποια η αίσθηση της προβολής στο Λοκάρνο;

Η.Μ.: Οι άνθρωποι που είδαν την ταινία ήταν πολύ ζεστοί. Και από ένα σημείο και μετά, όλο και περισσότερο.

Χ.Φ.: Το καταλάβαμε από τον παλμό των ανθρώπων που σου μιλούσαν μετά, αισθανόσουν πως είχαν διαισθανθεί μια θερμοκρασία.

Είναι «νεανικό» το ελληνικό σινεμά;

Η.Μ.: Δεν ξέρω πόσο σαφή εικόνα έχω, αλλά αισθάνομαι πως το ελληνικό σινεμά έχει την τάση να «δίνει λόγο» γενικά, πως υπάρχει μια ανάγκη να ικανοποιήσουμε κάτι. Αισθάνομαι πως υπάρχει μια ενοχικότητα απέναντι στα θέματα της επικαιρότητας. Υπάρχει αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη, βλέπεις ένα συνεργείο που πηγαίνει από τη μία ταινία στην άλλη.

Χ.Φ.: Πήγαμε να φτιάξουμε ένα στυλ και σήμερα βλέπω ταινίες που έχουν φόρμα και δεν έχουν ζωή. Δεν γίνεται όμως να βρεις τη φόρμα χωρίς να την πλησιάσεις από τη μεριά της ζωής. Ε, δεν είμαστε Σουηδοί, δεν είμαστε Αγγλοι, δεν έχουμε φόρμα, ζούμε σε μια χώρα που είναι πάνω στη θάλασσα, ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση…

INFO

Η ταινία «Αφτερλωβ» θα προβάλλεται από την Πέμπτη στους κινηματογράφους Ιντεάλ, Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Δαναό, Νιρβάνα, Κηφισιά, Νανά, Ανοιξη.