Ξεκίνησε σαν ένας μουσικός – τηλεοπτικός διαγωνισμός της Ευρώπης. Σιγά σιγά μεγάλωσε, έγινε κάτι παραπάνω από ευρωπαϊκός και φέτος κλείνει αισίως τα εξήντα δύο του χρόνια. Η Eurovision είναι ένας θεσμός που ούτε αναδεικνύει τραγουδιστές ούτε φτιάχνει καριέρες. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις, με τους Abba στην κορυφή που δεν επιβεβαίωσαν τον κανόνα. Γι’ αυτό και οι συμμετοχές επιτυχημένων τραγουδιστών ουδέποτε ήταν στα χαρακτηριστικά της. Πού και πού, βέβαια, όλο και κάποιος γνωστός, παλιός, ενίοτε και λίγο ξεχασμένος ερμηνευτής, θέλησε να πάρει μια τονωτική ένεση με την παρουσία του και τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό. Ο κανόνας όμως παραμένει.

Από το 1956 που ξεκίνησε και έκτοτε πραγματοποιείται ανελλιπώς η Eurovision είναι ίσως το μακροβιότερο τηλεοπτικό προϊόν που παραμένει δημοφιλές. Υπολογίζεται ότι κατά μέσον όρο την παρακολουθούν γύρω στα τριακόσια εκατομμύρια τηλεθεατών (η βεντάλια κυμαίνεται από 100 έως 600!), αριθμός που αυξάνεται με την είσοδο χωρών όπως η Αυστραλία, η οποία συμμετέχει από το 2015. Λογικό.

Με την αγγλική γλώσσα να δεσπόζει, η Eurovision μέσα στα χρόνια έχασε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της αλλά κράτησε κάτι από εκείνη την παλιά γιορτή, όπου όλοι μαζεύονταν γύρω από την τηλεόραση, με προβλέψεις, «ψηφοφορίες» και στοιχήματα. Δεν είναι τα τραγούδια ούτε οι μουσικές, είναι κυρίως η αίσθηση μιας ζωντανής αναμέτρησης, μέσα σε ένα ψυχαγωγικό τηλεοπτικό πρόγραμμα μεγάλης διάρκειας _ και σε αυτόν τον τομέα η Eurovision είναι πρωτοπόρος. Ολα τα υπόλοιπα «παιχνίδια» με ψηφοφορίες ήρθαν μετά.

Να όμως που οι πολιτικές συμμαχίες, οι σχέσεις των κρατών και των κυβερνήσεων αναμεταξύ τους, οι ανταλλαγές πάνω και κάτω από το τραπέζι έχουν μετατρέψει τη Eurovision σε μια προβλέψιμη αναμέτρηση. Αυτό το επικό, vintage πλέον, «12 points», στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα, μέσα από τις ζωντανές συνδέσεις, έχει πάψει να κρύβει την έκπληξη. Και όλα μοιάζουν προβλέψιμα. Κρίμα.