Ο Μπενουά Αμόν δήλωσε υποδειγματικά αυτό που απέφυγε ο Μελανσόν: «Πρέπει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στον πολιτικό αντίπαλο (Μακρόν) και στον εχθρό της δημοκρατίας (Λεπέν)». Οι γαλλικές εκλογές δίνουν κάθε αφορμή να συζητήσουμε για Αριστερά και Δεξιά, φιλελευθερισμό και νεοφιλελευθερισμό, κοινωνικό και ταυτοτικό ζήτημα· η συσπείρωση όμως του «front républicain» απέναντι στον ζόφο του λεπενισμού είναι προϋπόθεση για να συνεχίσουμε να συζητάμε πολιτικά.

Μοιάζει παραδοξολογία, αλλά αληθινός πρωταγωνιστής τους ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Οχι απλώς ένα ακόμη θύμα του pasokification αλλά κάτι βαθύτερο: η σοσιαλδημοκρατία διχάζεται σε δύο ψυχές που δεν επικοινωνούν πλέον.

Ο Αμόν ήταν μια απόπειρα να επανέλθουν οι Σοσιαλιστές στην τροχιά που διέψευσε η αδιάφορη quinquennat Ολάντ. Στο μανιφέστο του (Pour la génération qui vient, 2017) επιχειρεί να αναζωογονήσει τη διάκριση ανάμεσα σε προοδευτικές και εθνικιστικές δυνάμεις, υπενθυμίζοντας κατακτήσεις όπως το 35ωρο και διεκδικώντας την επέκταση του κράτους πρόνοιας (εγγυημένο εισόδημα για όλους) ή της δημοκρατίας (κοινοβούλιο της ευρωζώνης).

Πρόγραμμα μέριμνας και αλληλεγγύης, από το οποίο ωστόσο έλειψε η συνοχή, ένα πρόταγμα πολιτικής εκπροσώπησης για τους ηττημένους της εποχής και μια πειστική απάντηση για τον κρίσιμο δεσμό κοινωνία – εργασία – ανάπτυξη –κάτι που τελικά εκφράστηκε, ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, από τις δύο ψυχές που μετοίκησαν εκτός κόμματος.

Πρώτα πρώτα, από τον σοσιαλιστικής καταγωγής Μελανσόν που πρόσφερε στη ριζοσπαστική Αριστερά έναν πύρρειο θρίαμβο έναντι των frères ennemis, πλαγιοκοπώντας από το 2012 τους Σοσιαλιστές με μια επικαιροποιημένη εκδοχή μιτερανισμού: προστατευτισμός, κεϊνσιανή αναθέρμανση της οικονομίας και εξισωτική αναδιανομή, σκεπτικισμός απέναντι στη γραφειοκρατική και γερμανοκρατούμενη ΕΕ. Φλογερός ρήτορας, εγκαλεί τη λαϊκή «αρετή» με έναν δεδηλωμένο αριστερόστροφο λαϊκισμό που παίζει με τις μιντιακές τεχνολογίες, καταφέρνοντας να διεισδύσει στις λαϊκές τάξεις και στα νεανικά στρώματα (πρώτος στις ηλικίες 18-24), που κατά τα άλλα μονοπωλεί η Λεπέν.

Η δεύτερη ψυχή βρίσκεται πλέον πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, εκεί όπου ο Μακρόν υπόσχεται όχι πρόγραμμα αλλά «όραμα», αντλεί εκλεκτικιστικά από την αριστερή και δεξιά ατζέντα αλλά τοποθετείται πάνω από παρωχημένες έννοιες «που καταπνίγουν την ατομική πρωτοβουλία» (Révolution, 2016). Βολονταριστικός λαϊκισμός χωρίς λαό, όχι κόμμα αλλά «κίνημα» και ένας χαρισματικός τηλεγενής ηγέτης που επικοινωνεί αδιαμεσολάβητα με τις μάζες· υποψηφιότητα που αυτοσυστήθηκε ως αντισυστημική αλλά ψηφίστηκε «συστημικά», καθησυχάζοντας τους Γάλλους (ιδίως ηλικίας 65+) ότι η χώρα δεν θα μπει σε αχαρτογράφητα νερά και κομίζοντας έναν ορίζοντα οικονομικού μοντερνισμού, έστω με περισσότερη ελευθερία εις βάρος της ισότητας.

Ο διάβολος όμως κρύβεται στις (προγραμματικές) λεπτομέρειες. Η βούληση του Μακρόν είναι να συμφιλιωθεί όχι πια η Αριστερά αλλά η Γαλλία με τους «φυσικούς» καταναγκασμούς της αγοράς –κυρίως να απελευθερωθεί η εργασία από τα ρυθμιστικά δεσμά. Να η πραγματική κληρονομιά του Ολάντ: η επέκταση του εργασιακού νόμου, που δίχασε τους Σοσιαλιστές, συν ευταξία και ένα στοιχειώδες κράτος πρόνοιας, περικοπές στα προνοιακά συστήματα και στο Δημόσιο, αλλά περισσότεροι αστυνομικοί, μεγαλύτερες φυλακές. Στη μαρκίζα του «En marche» γράφει αυτό που ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ αποκαλεί παγκοσμιοποιητικό «τροχάδην»: μια κοσμοπολιτική ελίτ φιλοδοξεί να σαρώσει τις επιβιώσεις του παλιού και να ευθυγραμμιστεί με τους σφοδρούς ανέμους της ευελιξίας, της υπερφιλελεύθερης οικονομίας, της εξατομίκευσης.

Κάπου εδώ έχει χαθεί το ίδιον της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής: ο κορπορατιστικός συμβιβασμός εργασίας – κεφαλαίου που έβαζε τον οργανωμένο κόσμο της εργασίας στο παιχνίδι της ανάπτυξης και της παραγωγής με αντάλλαγμα την προστασία. Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν διαμεσολαβητές των κοινωνικών ρηγμάτων, τώρα πια όχι. Ο Μελανσόν επιστρέφει στον κρατισμό, ο Μακρόν τάσσεται με τους ισχυρούς.

Και τότε, την επούλωση των ρωγμών στον χάρτη της πολιτικής εκπροσώπησης προσφέρεται να καλύψει προνομιακά η Μαρίν Λεπέν. Οσο και αν λειτουργήσει η δημοκρατική κινητοποίηση στον δεύτερο γύρο (όπου η κόρη αναμένεται να ξεπεράσει μακράν το 18% του πατρός), η banalisation του ρεπουμπλικανικού μετώπου θα πηγαίνει μαζί με την κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς όσο οι λόγοι του ριζώματός της είναι παρόντες.

Αφενός, ένας ταυτοτικός νεοσυντηρητισμός που φαγοκύτωσε τη γαλλική Δεξιά ήδη επί εποχής Σαρκοζί. εξού και η ευκολία με την οποία η Λεπέν αντιγράφει σήμερα τους προεκλογικούς λόγους του Φιγιόν, όπου αυτός δήλωνε π.χ. ότι αποκρούει όλους τους ρατσισμούς, μεταξύ αυτών και τον ρατσισμό εναντίον των Γάλλων. Κι ένα ολόκληρο διανοητικό κλίμα που καταγγέλλει την παρακμή και την ελευθεριότητα, την υποχώρηση της τάξης και της ιεραρχίας, που μετατρέπει τον αγώνα ενάντια στο ριζοσπαστικό Ισλάμ σε απερίστροφη ισλαμοφοβία.

Αφετέρου, ο βαθύς διχασμός της Γαλλίας όπως τον είδαμε στη Βρετανία του Brexit ή στις ΗΠΑ του Τραμπ. Ο Μακρόν κυριαρχεί στις οικονομικά δυναμικές πόλεις, στους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης, στους insiders συνταξιούχους. Η Λεπέν, πάλι, εγκαθιδρύεται στις περιοχές με υψηλότερους δείκτες ανισότητας, χαμηλότερη εκπαίδευση και κοινωνική κινητικότητα, εκεί όπου ο βίος είναι επισφαλής· έρχεται πρώτη στις παραγωγικές ηλικίες 35-59, σαρώνει στη μισθωτή εργασία, στους outsiders.

Ο λεπενισμός διασυνδέει την επούλωση του κοινωνικού τραύματος με την ταυτοτική επαγγελία ενός νέου γαλλικού grandeur· στο όνομα ενός εθνοτικά καθαρού και ανασφαλούς «λαού», αμφισβητεί τα θεμελιώδη της δημοκρατίας. Να μια ουσιώδης διαφορά: η διάκριση Αριστερά – Δεξιά σχετικοποιείται, αλλά δεν αντικαθίσταται από ανιστορικά δίπολα (λαϊκιστές/ορθολογιστές). Εθνοκεντρικές και κοσμοπολιτικές τάσεις πάντοτε συνυπήρχαν στο εσωτερικό Αριστεράς και Δεξιάς. Μόνο η Λεπέν όμως εγγράφει στις σημαίες της την «Ευρώπη των εθνών» και την καταστατικά ρατσιστική αρχή της εθνικής προτίμησης.

Η αντανακλαστική επίκληση στη Μαριάν δεν αρκεί πια, ιδίως αν συνοδεύεται από έναν ρηχό «ορθολογισμό» που δεν κατανοεί τα κοινωνικά πάθη. Χρειάζεται μια νέα ρεπουμπλικανική σύνθεση που να παίρνει στα σοβαρά τις τρεις λέξεις που είναι γραμμένες στον φρυγικό σκούφο της, αν είναι να αντισταθούμε στη δαιμονική σαγήνη τηςΜαρίν.

Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας (gbalabanidis@hotmail.com)

Η μελέτη του «Ευρωκομμουνισμός: Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις