Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Μπόρις Τζόνσον έπιασε δουλειά στους «Τάιμς» του Λονδίνου. Απολύθηκε όμως όταν περιέλαβε σε ένα ρεπορτάζ του μια δήλωση που είχε βγάλει από το μυαλό του. Στη συνέχεια προσελήφθη στην «Ντέιλι Τέλεγκραφ», που τον έστειλε ως ανταποκριτή στις Βρυξέλλες. Από εκεί κατακεραύνωνε κάθε μέρα την Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς να τον ενδιαφέρει η ακρίβεια αυτών που υποστήριζε. Μια μέρα έγραψε ότι οι Βρυξέλλες θέλουν να επιβάλουν ενιαίο μέγεθος στα προφυλακτικά. Μια άλλη, ότι θέλουν να απαγορεύσουν τα αγαπημένα του τσιπς με άρωμα γαρίδας. Και τα δύο ήταν ψέματα.

«Ο Μπόρις εφηύρε τα fake news», λέει ο Μάρτιν Φλέτσερ, που τον διαδέχθηκε στις Βρυξέλλες. Η ανταμοιβή του ήταν να εκλεγεί δήμαρχος του Λονδίνου. Κι ύστερα να διοριστεί υπουργός Εξωτερικών.

Αν θέλετε να καταλάβετε το Brexit πρέπει να δείτε τα βρετανικά ταμπλόιντ, γράφει η Κάτριν Μπένχολντ σε ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ της που δημοσίευσαν αυτή την εβδομάδα οι «Νιου Γιορκ Τάιμς». Πράγματι, η στάση των τριών μεγαλύτερων εφημερίδων της χώρας («Σαν», «Ντέιλι Μέιλ» και «Ντέιλι Τέλεγκραφ») είχε ως αποτέλεσμα η κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας του δημοψηφίσματος από τον Τύπο να είναι κατά 80% υπέρ του Brexit. Δεν είχε καμιά σημασία αν οι εφημερίδες έγραφαν ψέματα ή όχι: το μόνο που τις ενδιέφερε ήταν να γείρουν τη ζυγαριά εναντίον της Ευρώπης. Την τιμητική τους είχαν οι μετανάστες, τους οποίους η «Σαν» χαρακτήρισε μια μέρα κατσαρίδες, ενώ μια άλλη μέρα πρότεινε να γίνονται ακτινογραφίες στα δόντια των παιδιών τους για να διαπιστώνεται αν λένε αλήθεια για την ηλικία τους.

Ο διευθυντής της εφημερίδας Τόνι Γκάλαχερ είναι πολύ υπερήφανος για όλα αυτά. Αντίθετα, δεν τρέφει καμιά εκτίμηση για τους «Νιου Γιορκ Τάιμς». Οπως είπε στην Μπένχολντ, παρέστη μια μέρα στη σύσκεψη της εφημερίδας της και βαρέθηκε φρικτά. «Καμιά ενέργεια, καμιά δημιουργικότητα, οι δικές μας συσκέψεις είναι πολύ πιο ζωηρές». Θα μπορούσε η αμερικανίδα δημοσιογράφος να την παρακολουθήσει εκείνο το μεσημέρι; «Οχι, δεν επιτρέπεται, έχουμε τους δικηγόρους μας, δοκιμάζουμε τους τίτλους μας, είναι πολύ δημιουργικά». Κάπως έτσι βγήκε πέρυσι και ο περίφημος τίτλος «Η βασίλισσα υπέρ του Brexit». Που ήταν ψέμα φυσικά.

Η αντιπαράθεση αυτή ανάμεσα σε δύο σχολές ενημέρωσης αντανακλά τη γενικότερη διαμάχη ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές και τους λαϊκιστές. Και διεξάγεται με λυσσαλέο τρόπο στη χώρα μας, με την κυβέρνηση να θέλει να ελέγξει ή να φιμώσει τα μέσα ενημέρωσης που της αντιστέκονται για να μπορέσει να προωθήσει πιο εύκολα την εναλλακτική της πραγματικότητα. Η στρατηγική της είναι λανθασμένη: ένα μέσο που υποκύπτει στις πιέσεις και αλλάζει γραμμή είναι αναξιόπιστο, χάνει τους αναγνώστες του, παρακμάζει, κλείνει. Η εμπιστοσύνη των ελλήνων πολιτών στους δημοσιογράφους είναι έτσι κι αλλιώς χαμηλή. Και κλονίζεται ακόμη περισσότερο από τις επίγειες, ή υπόγειες, σχέσεις της «τέταρτης εξουσίας» με την πρώτη.

Οι μάχες δίνονται και κερδίζονται με επιχειρήματα. Στην εφημερίδα αυτή το ξέρουμε. Και μ’ αυτόν τον οδηγό εξακολουθούμε να δουλεύουμε.