Κατά τη χαρισάμενη πριν από τα Μνημόνια εποχή, το κέντρο της Αθήνας έβριθε από εστιατόρια τα οποία ανταγωνίζονταν ποιο θα προσφέρει το εκλεκτότερο, σπανιότερο –και ως εκ τούτου πιο ακριβοπληρωμένο –μενού στους καλοφαγάδες. Εβρισκες σε υπεραφθονία σούσι, ινδικό, ταϊλανδέζικο φαγητό, μέχρι και αγελάδα «κόμπε» έβρισκες, η οποία –λέει –αντί να βόσκει γιαπωνέζικο χορτάρι, τρέφεται κυρίως με μπίρα, εξού και λιώνει το φιλέτο της στο στόμα. Αν, πάλι, είχες περιέργεια σχετικά με το μέλλον της γαστρονομίας, μπορούσες να μυηθείς στη μοριακή κουζίνα. Να σου φέρουν στο πιάτο κάτι παράξενα μπισκότα, κάτι αλλόκοτες φυσαλίδες –δαγκώνοντάς τες απελευθέρωνες γεύσεις και αρώματα μακαρονάδας, αστακού ή τούρτας σοκολάτας, έμενες έκπληκτος, ένιωθες αστροναύτης σε διαπλανητικό ταξίδι.

Το μόνο που έπρεπε να ψάξεις με το μικροσκόπιο τα ξένοιαστα εκείνα χρόνια ήταν ένα μέρος που να σερβίρει κλασική ελληνική κουζίνα. Οχι «πειραγμένο» μουσακά με, αντί για μελιτζάνες, φύκια –όχι εκλεπτυσμένους λαχανοντολμάδες με την υπογραφή του τάδε ή του δείνα σεφ. Κανονικό φαγητό που ο μάγειράς του να μην το ‘χει βάλει γινάτι να σου μείνει διά της πρωτοτυπίας του αξέχαστος.

Το ίδιο συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών, στην πατρίδα μας με τις παραστάσεις του αρχαίου δράματος. Οι σκηνοθέτες παραβγαίνουν κάθε καλοκαίρι ποιανού το ανέβασμα θα είναι πιο ρηξικέλευθο, πιο απροσδόκητο, πιο σοκαριστικό για το κοινό και την κριτική. Ποιος θα αφήσει εντονότερη την προσωπική του σφραγίδα πάνω σε κείμενα είκοσι πέντε αιώνων.

Δεν αναφέρομαι στη συστηματική κακοποίηση του Αριστοφάνη. Παραστάσεις που κανονικά θα έστεκαν μόνο στο «Δελφινάριο», χοντροκομμένες επιθεωρήσεις, κερδίζουν διαβατήριο για την Επίδαυρο επειδή οι πρωτεργάτες τους έχουν την πονηριά να κρατήσουν ψήγματα από την υπόθεση κάποιου αριστοφανικού έργου και να σφετεριστούν τον τίτλο του. Θέλεις να σατιρίσεις –όπως ξέρεις και μπορείς –τον Σόιμπλε; Μην τον βαφτίζεις «Πλούτο». Θέλεις να κράξεις τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, βάζοντας έναν άνδρα να την υποδύεται με φτηνιάρικη περούκα και παρωχημένες μούτες; Στηρίξου στο δικό σου όνομα, στο προσωπικό σου εκτόπισμα. Αντί να προβάλλεις σαν άλλοθι την αθυροστομία της αττικής κωμωδίας.

Μιλάω κυρίως για τις σοβαρές –και επαναστατικές συνάμα –παραστάσεις. Για τους Αγαμέμνονες που παρουσιάζονται με αμφίεση και εκφορά προέδρου πολυεθνικής. Για τις Κλυταιμνήστρες οι οποίες φαντάζουν σαν παραλλαγές της Μπλανς Ντιμπουά. Για τους Προμηθείς που έχουν καρφωθεί στον Καύκασο όχι από το Κράτος και τη Βία αλλά από τον αμερικανικό στρατό, αφού από εκείνον εκπορεύεται στις μέρες μας η απόλυτη, αυθαίρετη ισχύς κατά την αντίληψη του σκηνοθέτη.

Δεν είμαι εναντίον των πειραματισμών. Κάθε άλλο. Πιστεύω ακράδαντα ότι η τέχνη προχωράει με ρήξεις, με ανατροπές, βγάζοντας συχνά πυκνά τη γλώσσα σε ό,τι θεωρείται θέσφατο. Ανέγγιχτο. Η αιχμή του δόρατος της καλλιτεχνικής δημιουργίας θα τσαλακώνει πάντα τον ακαδημαϊσμό, θα σκανδαλίζει τα καλώς κείμενα ώτα.

Πιστεύω όμως επίσης ότι πρέπει να επιβιώνει, να προστατεύεται ως κόρη οφθαλμού και ο κανόνας. Η ορθόδοξη, πιστή, σεβαστική ερμηνεία. Για να μπορεί –αν μη τι άλλο –η κάθε καινούργια φουρνιά καλλιτεχνών να αναμετράται μαζί της.

Το Θέατρο Ολντ Βικ παρουσιάζει, ως επί το πλείστον, κλασικά έργα κατά τον κλασικό τρόπο. Ο κάτοικος και ο επισκέπτης του Λονδίνου έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τον Σαίξπηρ δίχως να έχει μεσολαβήσει, δίχως να του έχει αλλάξει τα φώτα, εμπνευσμένα είτε ανέμπνευστα, κάποιος σκηνοθέτης «με άποψη». Οι έφηβοι πρωτομαθαίνουν «Οθέλλο», «Αμλετ», «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» στην πρωτότυπη εκδοχή τους. Οχι στη μεταμοντέρνα ερμηνεία τους.

Φαντάζεστε να υπήρχε στην Ελλάδα το αντίστοιχο του Ολντ Βικ; Να δινόταν η ευκαιρία, σε εμάς και στους ξένους, να παρακολουθούμε όποια μέρα θέλουμε, χειμώνα – καλοκαίρι, «Οιδίποδα Τύραννο», «Αντιγόνη» και όλα τα διασωθέντα έργα του κανόνα; Σε απολύτως συνεπείς –συμβατικές αν προτιμάτε –σκηνοθεσίες, που ακριβώς για αυτό θα αναδείκνυαν το κείμενο ατόφιο; Αναλογίζεσθε τι πλήθη θα συνέρρεαν για να έρθουν σε επαφή με το αρχαίο δράμα, ιδίως αν προβάλλονταν υπέρτιτλοι στα αγγλικά, στα ρωσικά, και στα κινέζικα ακόμα; Πόσοι ηθοποιοί θα αξιοποιούνταν, πόσοι άλλοι καλλιτέχνες του θεάτρου θα προπονούνταν, θα πλούτιζαν με εφόδια για να χαράξουν στη συνέχεια ο καθένας τον δικό του δρόμο; Τα τρωκτικά και οι γεροντοκόρες της τέχνης θα αναθεμάτιζαν ασφαλώς έναν τέτοιο θεσμό ως τουριστικό, αγοραίο. Ποιος θα νοιαζόταν όμως;

Το να υπερβαίνεις την παράδοσή σου δίχως να τη φτύνεις. Αναδεικνύοντας την όπως τής αρμόζει. Ιδού η μεγάλη πρόκληση σε όλους τους τομείς.