Η πολιτική κουλτούρα της χώρας δεν χαρακτηρίζεται για τα στοιχεία υψηλού ορθολογισμού που περικλείει. Το αντίθετο. Ο ανορθολογισμός, η συνωμοσιολογία, τα σύνδρομα θυματοποίησης, εξαιρετισμού, ανατρεπτισμού, «χορού του Ζαλόγγου», γενικώς «η κουλτούρα των από κάτω» (underdog culture) κυριαρχούν. Και εμποδίζουν τις προσπάθειες για ορθολογικές επιλογές επίλυσης των προβλημάτων, διαχείρισης και εξόδου από την κρίση. Είναι η κουλτούρα που αναδεικνύει όλα τα τοξικά πολιτικά φαινόμενα. Τα φαινόμενα τύπου Σώρρα και της άποψης ενός 25% του ελληνικού πληθυσμού ότι όντως «μας ψεκάζουν»!

Ωστόσο η κουλτούρα, μολονότι το προϊόν μιας μακράς ιστορικής διαδρομής δεν είναι κάτι το στατικό, το αμετάβλητο, διαπλάθεται, αναπτύσσεται, αλλάζει. Δύσκολα μεν αλλά πάντως αλλάζει, καλλιεργείται. Το ερώτημα είναι προς ποια κατεύθυνση. Αλλάζει προκειμένου να γίνει περισσότερο ορθολογική –όσο είναι τούτο δυνατό –ή τροφοδοτείται συνεχώς με τις αφηγήσεις και τα μηνύματα που τείνουν να διαιωνίσουν ή και να ενισχύσουν τα ανορθολογικά στοιχεία, που τελικά εκτρέφουν τον εθνολαϊκισμό και εμποδίζουν την αυτογνωσία; Ποιος είναι ο κυρίαρχος λόγος/αφήγημα που καθημερινά τροφοδοτεί την πολιτική κουλτούρα;

Οσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ενωση, η τελευταία σταθερά περιγράφεται κυρίως από τον κυβερνητικό λόγο και από τα πλέον επίσημα θεσμικά χείλη ως ένα νεοφιλελεύθερο σύστημα που επιβάλλει λιτότητα, απαιτεί θυσίες, οδηγεί σε φτωχοποίηση, σε κοινωνική περιθωριοποίηση και ανεργία, που γενικώς «δεν είναι η Ευρώπη που θέλουμε». Προφανώς η Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Ενωση) έχει ατέλειες, ελλείμματα, έχει κάνει λάθη, άστοχες επιλογές και πρέπει να βελτιωθεί. Αλλά γενικώς είναι «η Ευρώπη που θέλουμε», η Ευρώπη της δημοκρατίας, των ατομικών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου. Και το ισοζύγιο για την Ελλάδα είναι εξόχως θετικό. Η Ευρώπη προσέφερε οφέλη στη χώρα από τη συμμετοχή της σε αυτή –τα οποία δύσκολα μπορεί να διεκδικήσει οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος -, από τη συμβολή της στην εδραίωση της δημοκρατίας, της ασφάλειας, της οικονομικής ευημερίας (ανεξάρτητα από την κρίση), της σταθερότητας. Αλλά δυστυχώς όλα αυτά επιμελώς αγνοούνται με αποτέλεσμα η πλειονότητα των Ελλήνων να έχει φθάσει στο σημείο να πιστεύει ότι από την ένταξή μας ωφελήθηκε περισσότερο η Ευρώπη! Υποθέτω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πιστεύει κάτι τέτοιο. Θα είχε επομένως ενδιαφέρον η επόμενη ομιλία του να έχει θέμα «Τα οφέλη της Ελλάδας από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση».

Στα Ελληνοτουρκικά, σταθερά προβάλλεται η αντίληψη ότι η Τουρκία σε ό,τι λέει και ό,τι κάνει, «μας προκαλεί και μας απειλεί». Και βεβαίως μας προκαλεί και απειλεί συχνά πυκνά και δημιουργεί εντάσεις. Αλλά η μαξιμαλιστική θέση ότι η ελληνική πλευρά έχει το «απόλυτο δίκιο» σε όλα και η Τουρκία «το απόλυτο άδικο» σε όλα απλώς διαιωνίζει το αδιέξοδο, καθώς καλλιεργεί μια κουλτούρα ελάχιστα επιδεκτική σε μια συμβιβαστική προσέγγιση. Και βεβαίως η ελληνική πλευρά έχει το «μέγιστο δίκιο», που δεν ταυτίζεται όμως με το «καθολικό δίκιο» που θα μπορούσε λ.χ. να υποστηριχθεί ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου (γι’ αυτό εγκαταλείψαμε άλλωστε –κακώς –και το Ελσίνκι). Το αποτέλεσμα είναι μια κοινή γνώμη σταθερά αντίθετη σε ορθολογικές συμβιβαστικές προσεγγίσεις (και δεν αναφέρομαι στη σημερινή απρόβλεπτη, αυταρχική Τουρκία του Ερντογάν) και με κόστος 2,6% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα της κρίσης, οι υψηλότερες δηλαδή σε όλη την Ευρώπη. Και το χειρότερο, προτείνεται τώρα να θέσουμε ως μείζονα εθνικό στόχο την επέκταση των χωρικών υδάτων στα δώδεκα μίλια (!), ενώ ανασύρονται στην επικαιρότητα οι στρατηγοί της στομφώδους παπαρολογίας. Αυτοκτονική κουλτούρα.

Στο Κυπριακό, η μη επίλυση του προβλήματος οφείλεται πάντοτε και απαρέγκλιτα, κατά την ελληνική αφήγηση, στην αδιαλλαξία της τουρκοκυπριακής κοινότητας και της Αγκυρας βεβαίως. Αδιαλλαξία υπήρξε, αλλά όχι μόνο από τη μία πλευρά (ιδιαίτερα για το τελευταίο αδιέξοδο). Η Τουρκία φέρει οπωσδήποτε την τεράστια ευθύνη για την παράνομη εισβολή και κατοχή, αλλά αυτό δεν απαλλάσσει την ελληνοκυπριακή πλευρά (και την Ελλάδα) από τα διαχρονικά λάθη τους.

Θα μπορούσα να αναφερθώ στο άλλο μείζον θέμα ανορθολογικής (επιεικώς) διαχείρισης, την ονομασία της γειτονικής χώρας (ΠΓΔΜ) που οδήγησε στην ήττα της Ελλάδας καθώς καλλιέργησε ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990 μια κοινή γνώμη – κουλτούρα αντίθετη σε οποιαδήποτε ισόρροπη συμβιβαστική λύση (την οποία σήμερα εκλιπαρούμε, αλλά η αδιαλλαξία και ο ανορθολογισμός έχουν περάσει τώρα στην άλλη πλευρά).

Το συμπέρασμα είναι ότι σε κρίσιμα ζητήματα, από την οικονομική κρίση μέχρι την εξωτερική πολιτική, εκπέμπεται σταθερά ένας λόγος που ενισχύει την κουλτούρα και την κοινή γνώμη του ανορθολογισμού που μας καθηλώνει στα αδιέξοδα, στη διαιώνιση των προβλημάτων, της κρίσης. Πρέπει να αλλάξουν. Χρειαζόμαστε μια άλλη κουλτούρα.