Η συμμετοχή σε μαραθωνίους δρόμους βλάπτει– τουλάχιστον προσωρινά – τη νεφρική λειτουργία, προειδοποιούν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Γέιλ.

Σε μικρή μελέτη που πραγματοποίησαν ανακάλυψαν ότι πάνω από το 80% των συμμετεχόντων μαραθωνοδρόμων παρουσίαζαν μετά τον αγώνα ενδείξεις νεφρικής βλάβης, πιθανώς λόγω της αφυδάτωσης.

Οι βλάβες αυτές υποχωρούσαν μέσα σε 48 ώρες, αλλά οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν αν μακροπρόθεσμα αυξάνουν την πιθανότητα μόνιμου νεφρικού προβλήματος.

Όπως γράφουν στην Αμερικανική Επιθεώρηση Νεφρικών Νόσων (AJKD) υπέβαλλαν 22 δρομείς μεγάλων αποστάσεων σε εξετάσεις αίματος την ημέρα πριν, αμέσως μετά και δύο μέρες μετά τη συμμετοχή τους σε έναν μαραθώνιο.

Οι δρομείς είχαν μέση ηλικία τα 44 έτη και το 41% ήσαν άνδρες.

Το 82% παρουσίασαν αύξηση στα επίπεδα της κρεατινίνης τους εφάμιλλη με εκείνη της νεφρικής νόσου σταδίου 1 και 2.

Η κρεατινίνη είναι ένα αζωτούχο υποπροϊόν του μεταβολισμού το οποίο παράγεται καθημερινά και αποβάλλεται από τον οργανισμό μέσω των νεφρών. Η μέτρησή της στο αίμα, σε συνδυασμό με τη μέτρηση της ουρίας, χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας.

Προγενέστερες μελέτες είχαν δείξει ότι η σκληρή προπόνηση (π.χ. η στρατιωτική) σε ζεστό κλίμα μπορεί να προκαλέσει βλάβες στους νεφρούς, αλλά λίγα είναι γνωστά για τις επιδράσεις της συμμετοχής στον μαραθώνιο στη λειτουργία τους.

Οι επιστήμονες του Γέιλ, με επικεφαλής τον δρα Chirag Parikh,καθηγητή Νεφρολογίας στο πανεπιστήμιο, πραγματοποίησαν την έρευνά τους σε δρομείς που συμμετείχαν το 2015 στον Μαραθώνιο του Χάρτφορντ.

«Οι νεφροί αντιδρούν στη σωματική καταπόνηση του μαραθωνίου τρεξίματος σαν να τραυματίζονται, με έναν τρόπο παρόμοιο με εκείνον που βλέπουμε σε νοσηλευόμενους ασθενείς όταν υφίστανται νεφρολογικές επιπλοκές έπειτα από μία εγχείρηση», δήλωσε ο δρ Parikh.

Και εξήγησε πως αυτό πιθανώς οφείλεται στην παρατεταμένη αύξηση της σωματικής θερμοκρασίας, την αφυδάτωση ή την μειωμένη ροή αίματος προς τους νεφρούς στη διάρκεια του αγώνα.

Αν και η νεφρική λειτουργία των αθλητών αποκαταστάθηκε μέσα σε δύο ημέρες, ο δρ Parikh και οι συνεργάτες του λένε ότι τα ευρήματά τους εγείρουν ερωτηματικά για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της τόσο έντονης άσκησης, ιδίως σε περιοχές με θερμό κλίμα – κάτι το οποίο προγραμματίζουν να μελετήσουν περαιτέρω.