Και στο τέλος τι μένει; Μόνο υλικά αγαθά! Σκονισμένες αναμνήσεις, θαμπωμένα όνειρα εποχής που πνίγηκε στον χρόνο, κάτι σκουριασμένα «μπορώ» και κάτι απονευρωμένα «θέλω». Να τι μένει στο τέλος. Α, και τα ρούχα του νεκρού. Επιμελώς κρεμασμένα στην ντουλάπα, θυμίζοντας την κάποτε ύπαρξη· τριμμένα κοστούμια στους αγκώνες και στα γόνατα, εκεί που χρειάστηκε να ακουμπήσει για να σταθεί στο «ύψος των περιστάσεων», όταν έπρεπε. Παπούτσια σκονισμένα με κορδόνια μισοφαγωμένα από τα δεσίματα με το παρελθόν. Παπούτσια που περπάτησαν σε δρόμους, σε γήπεδα, ανέβηκαν και πάτησαν σε βάθρα, υψώθηκαν και λέρωσαν τις μύτες για να δει (ο νεκρός) την παρέλαση των νικητών.

Τα ρούχα της επιτυχίας έπεφταν πάντα μπόλικα στον Αρσέν Βενγκέρ. Τα «ρούχα του νεκρού» παρελθόντος της Αρσεναλ ήταν μεγάλα για τον αλσατό οικονομολόγο που δήλωσε προπονητής.

Επί των ημερών του, η ιστορική ομάδα του Βόρειου Λονδίνου έπεσε τόσο χαμηλά, που μόνο στην ελληνική ιστορία βρίσκεις τόσο βάθος σκοτεινό.

Συντριβές, χαστούκια και το κόκκινο των Κανονιών να δείχνει προς εκείνο το ροζ το ξέθωρο το χλωρινιασμένο, το χαλασμένο.

Ο Βενγκέρ δεν θα μπορούσε να σταθεί στην Ελλάδα! Η πρώτη (από τις τρεις πεντάστερες) γροθιά θα ήταν και η τελευταία του. Ποιος Ολυμπιακός, ποιος Παναθηναϊκός, ποια ΑΕΚ και ποιος ΠΑΟΚ θα κρατούσαν προπονητή ξινόστυφο σαν το νεράντζι να τους παίρνει το χρήμα ζεστό και να τους γράφει στα βιβλία των ρεκόρ με τις περισσότερες καρπαζιές.

Γιατί, ναι, η Αρσεναλ έγινε η ομάδα της καρπαζιάς και του ανέκδοτου στην Αγγλία. Ετσι όμως συμβαίνει πάντα όταν το ζητούμενο είναι μοναχά το κέρδος. Τι έκανε ο Βενγκέρ; Εβγαζε παίκτες από τα σπλάγχνα της ομάδας, αγόραζε παίκτες κοψοχρονιά και τους μοσχοπουλούσε γεμίζοντας ζεστό χρήμα τις τσέπες των διοικούντων. Βρε τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει αυτή η ιστορία; Ομως ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο χρήμα και γεμάτοι λογαριασμοί, είναι κυρίως νίκες, τίτλοι, οπαδοί που υπερηφανεύονται στα καφενεία, οπαδοί που φορούν τα χρώματα της ομάδας τους και σεργιανίζουν με το κεφάλι ψηλά.

Σε πολλούς τα «ρούχα του πεθαμένου» πέφτουν μεγάλα, φαρδιά και μπόλικα, αλλά συνεχίζουν να τα φορούν και να καμαρώνουν, ενώ κάνουν πως δεν βλέπουν τα ειρωνικά χαμόγελα των περαστικών· κι όσο είναι ξεροκέφαλοι και πωρωμένοι τεχνοκράτες κρατούν τα ρούχα στο παράταιρο κορμί τους. Οταν όμως υπάρχει φιλότιμο και ευθιξία, κάποια στιγμή μπαίνει το χέρι στην τσέπη του παλιού σακακιού και τα δάχτυλα αγγίζουν ένα κομμάτι ξεχασμένου ένδοξου παρελθόντος, σαν παλιό εισιτήριο τραμ ή σαν τσαλακωμένη απόδειξη. Τότε, ο έχων νου και σεβασμό βγάζει το σακάκι, σκουπίζει το μέτωπο και ακολουθεί τον φωτεινό δρόμο του, αλλιώς συνεχίζει μέχρι αυτό το παλιό ρούχο του πεθαμένου να τον «σαβανώσει». Καλή ψυχή.