Την Τετάρτη 1η Μαρτίου ανακοινώθηκαν οι νικητές του βραβείου Pritzker, του σημαντικότερου ετήσιου βραβείου αρχιτεκτονικής διεθνώς. Το βραβείο Pritzker είναι η ανώτατη τιμή για έναν αρχιτέκτονα, γι’ αυτό άλλωστε συχνά παραλληλίζεται με τα κινηματογραφικά Οσκαρ. Στην πραγματικότητα, το βραβείο, το οποίο ξεκίνησε να απονέμεται το 1979, βασίστηκε στο βραβείο Νομπέλ και σήμερα ο νικητής κάθε έτους παραλαμβάνει 100.000 δολάρια, το δίπλωμα της βράβευσής του και ένα χάλκινο μετάλλιο. Η κριτική επιτροπή συνεχώς μεταβάλλεται, αλλά αποτελείται πάντα από καταξιωμένους αρχιτέκτονες και έχει αποστολή να βραβεύει κάθε χρόνο «τον αρχιτέκτονα ή τους αρχιτέκτονες των οποίων το χτισμένο έργο στοιχειοθετεί έναν συνδυασμό ταλέντου, οράματος και αφοσίωσης». Πολλοί, εξαιρετικά καταξιωμένοι αρχιτέκτονες έχουν βραβευθεί με Pritzker, μεταξύ των οποίων η Ζάχα Χαντίντ, ο Νόρμαν Φόστερ και ο Ρέντσο Πιάνο.

ΤΡΙΑΔΑ. Το βραβείο είναι προσωποκεντρικό και αφιερώνεται κατά κανόνα σε έναν μόνο αρχιτέκτονα. Μόνο δύο φορές στο παρελθόν έχουν βραβευθεί περισσότεροι του ενός αρχιτέκτονες με το Pritzker, το 2010 και το 2001. Η φετινή επιλογή, αντιθέτως, για πρώτη φορά βραβεύει τριάδα: τους συνιδρυτές του ισπανικού αρχιτεκτονικού γραφείου RCR Arquitectes: τον Rafael Aranda, την Carme Pigem και τον Ramon Vilalta. Οι τρεις συνεργάτες άνοιξαν το αρχιτεκτονικό τους γραφείο το 1988 στην επαρχία Ολότ της Καταλωνίας. Βασισμένοι σε μια επαρχιακή πόλη μόλις 34.000 κατοίκων και έχοντας αποφοιτήσει και οι τρεις μαζί από το Πολυτεχνείο του Valles, αναπόφευκτα επηρεάστηκαν από τη φύση που τους περιτριγύριζε και ρίζωσαν την αρχιτεκτονική τους βαθιά στον τόπο τους. Η δουλειά τους εξ αυτού του λόγου διαφέρει δραματικά από τα φανταχτερά κτίρια που δημοσιεύουν πολλοί συνάδελφοί τους. Χαρακτηρίζεται από μια συγκρατημένη σύνθεση, σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, μια πολύ ξεχωριστή νοοτροπία ένταξης στο τοπίο και μια πολύ μετρημένη και ευαίσθητη προσέγγιση των υλικών. Η ισορροπία που πετυχαίνουν ανάμεσα σε εσωτερικό και εξωτερικό χώρο αλλά και η πρόθεσή τους να αφήνουν την πατίνα του χρόνου να αλλοιώσει την εμφάνιση των κτιρίων τους είναι προφανείς σε πολλά από τα έργα τους, όπως το οινοποιείο Bell-Lloc (2007) και η βιβλιοθήκη San Antoni – Joan Oliver (2007).

Ο ΤΟΠΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ. Αυτή η ήσυχη νοοτροπία, μιας αρχιτεκτονικής που ανταποκρίνεται στο τοπίο και εκφράζεται με μετριοπάθεια και λεπτότητα, έρχεται σε αντιπαράθεση με τις διεθνείς αρχιτεκτονικές τάσεις που βρίσκονται στο προσκήνιο. Ως εκ τούτου, η βράβευση των Aranda, Pigem και Vilalta είναι μια στροφή για το βραβείο Pritzker μακριά από την παγκοσμιοποιημένη τάση μιας μορφολογικής μαεστρίας. Η φετινή επιλογή καταδεικνύει ότι η αρχιτεκτονική κοινότητα έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί πως ο τοπικός πλούτος κάθε περιοχής είναι η σημαντικότερη επιρροή που θα έπρεπε να αποτυπώνεται στην αρχιτεκτονική μορφή. Τα κτίρια των RCR Arquitectes δηλώνουν ξεκάθαρα αυτή τη διάθεση: γεννιούνται ως συνθέσεις από τον τόπο τους και η υλική τους έκφραση συνδέεται αρμονικά με το περιβάλλον τους. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι οι RCR Arquitectes, παρότι έχουν βραβευθεί και δημοσιευθεί στο παρελθόν, δεν απολαμβάνουν τη φήμη και την έκθεση των καταξιωμένων συναδέλφων τους, γεγονός που ενισχύει το συμπέρασμα ότι πράγματι συντελείται μια στροφή στη διεθνή αρχιτεκτονική νοοτροπία.

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ. Αυτή η στροφή, ειδικά όταν εκφράζεται από έναν θεσμό τόσο σημαντικό όσο το βραβείο Pritzker, σηματοδοτεί μια εποχή που πλησιάζει την ελληνική αρχιτεκτονική σκέψη των τελευταίων δεκαετιών. Πολλά ελληνικά γραφεία, τόσο σύγχρονα όσο και παλαιότερα, ταυτίζονται απόλυτα με το σύστημα αξιών των Aranda, Pigem και Vilalta και έχουν παραγάγει χτισμένο έργο συγκρίσιμο με τα έργα των φετινών νικητών. Οι μεσογειακές χώρες μοιράζονται ένα σύστημα αρχιτεκτονικών αξιών άλλωστε που προκύπτει από τη σχέση των λαών τους με τη φύση, το κλίμα και την ιστορία τους. Ο κριτικός τοπικισμός που φαίνεται να είναι σημαντικό κομμάτι της φετινής βράβευσης μπορεί να είναι μια θετική εξέλιξη, επομένως, για τα αρχιτεκτονικά τεκταινόμενα της χώρας μας, στον βαθμό που αυτό το βραβείο έχει συνειδητό σκοπό να επαναπροσδιορίσει την αρχιτεκτονική σκέψη και να στρέψει το βλέμμα της κοινότητας σε μια πιο ευαίσθητη και πιο τοπική αρχιτεκτονική παραγωγή. Ταυτόχρονα, είναι και ένας λόγος υπερηφάνειας για την αναγνώριση ενός τρόπου σκέψης που για πολλά χρόνια διδάσκεται στις αρχιτεκτονικές σχολές της Ελλάδας και εξασκείται από ελληνικά γραφεία, αλλά παραμένει στο παρασκήνιο.

ΟΜΑΔΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ. Αλλά και πέρα από τα αυστηρά αρχιτεκτονικά κριτήρια τα οποία εκπλήσσουν ευχάριστα φέτος, πρέπει να γίνει μνεία στο γεγονός ότι τα βραβεία Pritzker αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι η αρχιτεκτονική είναι ένα πεδίο στο οποίο de facto απαιτούνται η ομαδική δουλειά και η συνεργασία για την επίτευξη ποιοτικών αποτελεσμάτων. Η ίδια η επιτροπή επαίνεσε τον τρόπο με τον οποίο οι τρεις βραβευθέντες αρχιτέκτονες κατορθώνουν να συνθέσουν συνεργατικά όλα τους τα κτίρια και να ενώσουν τα διαφορετικά τους οράματα σε ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Η συνεργατική φύση της αρχιτεκτονικής είναι μονίμως υποβαθμισμένη και είναι πρόοδος να αναγνωρίζεται από τους θεσμούς με τόσο επίσημο τρόπο. Για την απονομή, οι νικητές και η κοινότητα θα πρέπει να περιμένουν μέχρι τις 20 Μαΐου, οπότε και θα πραγματοποιηθεί η τελετή του βραβείου στο Τόκιο της Ιαπωνίας.

Η Φανή Χριστίνα Παπαδοπούλου είναι αρχιτέκτων. Ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη στο γραφείο 1100 Architect. Πρόσφατα η δουλειά της βραβεύθηκε με έπαινο στα Best of Design Awards 2016 από την «Architect’s Newspaper» στις ΗΠΑ. Εχει αποφοιτήσει από το Harvard GSD και έκανε τις πρώτες της σπουδές στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ στην Αθήνα.