«Park»: «Park: Εκταση γης που διατηρείται σε μεγάλο βαθμό στη φυσική της κατάσταση για την απόλαυση του κοινού, διαθέτοντας εγκαταστάσεις για ξεκούραση και αναψυχή, συχνά υπό την εποπτεία μιας πόλης ή ενός έθνους» υποδεικνύει η ιστοσελίδα «Dictionary.com» που προσθέτει πως χρησιμοποιείται και ως ρήμα, χρήση που έχει περάσει και στην ελληνική γλώσσα. Οι γονείς, για παράδειγμα, συνηθίζουν να «παρκάρουν» τα μικρά τους σε παιδότοπους αμφιβόλων προδιαγραφών, ροκειμένου να κερδίσουν λίγο «ελεύθερο χρόνο». Εξίσου «παρκαρισμένοι» σήμερα, χάριν κρατικής αδιαφορίας, οι κάτοικοι του Ολυμπιακού Χωριού που στήθηκε το 2004 στις Αχαρνές για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Οπως είχε ανακοινωθεί, μετά το πέρας τους, ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας παρέδωσε τα διαμερίσματα σε 2.292 οικογένειες της Αττικής που επιλέχθηκαν με κλήρωση.

Αντιγράφω τώρα από το δελτίο Τύπου της ταινίας: «Δέκα χρόνια μετά τους Αγώνες του 2004, μια παρέα αγοριών ζει ανάμεσα στις εγκαταλελειμμένες αθλητικές εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας. Τα αγόρια περιφέρονται άσκοπα ανάμεσα στα ερείπια, στήνοντας παιχνίδια –βίαιες απομιμήσεις των ολυμπιακών αθλημάτων –και οργανώνοντας ζευγαρώματα σκύλων για να βγάζουν χρήματα. Ο μεγαλύτερος της παρέας, ο Δημήτρης (17 ετών), μαζί με την Αννα (22) –πρώην αθλήτρια –προσπαθούν να ξεφύγουν από το Χωριό με προορισμό τα τουριστικά ξενοδοχεία των νοτίων προαστίων. Καθώς οι εξορμήσεις τους συνεχίζονται και τα δυο παιδιά εισχωρούν όλο και πιο πολύ στις ζωές των τουριστών, η επιθυμία του Δημήτρη για αποδοχή θα δοκιμαστεί με βίαιο τρόπο». Παραθέτω το απόσπασμα καθώς δίχως αυτό η ταινία δεν λειτουργεί –λες και το «Park» απαιτεί από τον θεατή μια κάποιου είδους μελέτη που, με τη σειρά της, θα καλύψει αυτή την ανεξήγητη εσωστρέφεια. Και χρησιμοποιώ τη λέξη «ανεξήγητη» γιατί το ζήτημα μάς αφορά όλους. Μέσα σε χρόνο μηδέν, το Ολυμπιακό Χωριό κατάντησε ένα χωριό – φάντασμα, μια άνυδρη, ξερή έκταση εκτός πολεοδομικού ιστού. Ενας κοινός τόπος κυνικής αδιαφορίας.

Αυτός ο τόπος λοιπόν αποτελεί και το μεγάλο προσόν του «Park»: Η «σκουριασμένη» όσο και εξαιρετική φωτογραφία της Monika Lenczewska μάς τοποθετεί μεμιάς στο επίκεντρο του αιχμηρού, αφιλόξενου σύμπαντος όπου ζουν οι ανήλικοι ήρωες. Εκεί όμως αναζητάμε ένα κάποιο αφήγημα. Και επειδή δεν το βρίσκουμε στην πλοκή, ψάχνουμε στις σημάνσεις. Το «Park» είναι μια ασφυκτικά μονοσήμαντη ταινία. Κάθε σκηνή υπογραμμίζει τα ίδια ξανά και ξανά: Το Ολυμπιακό Χωριό είναι η μικρογραφία μιας χώρας. Οι βάρβαρες συμπεριφορές των παιδιών του, μιμήσεις πράξεων που κουβαλούν, υποτίθεται, το βάρος μιας μεγάλης ιστορίας, από την οποία όμως δεν έχει απομείνει τίποτα ηρωικό. Και η πολιτεία που τα «παρκάρισε» εκεί, ολοκληρωτικά απούσα. Αλλά τελικά, και η ταινία πέφτει στο ίδιο σφάλμα, έτσι όπως αρνείται να τους δώσει μια ανθρώπινη υπόσταση, να τα μεταχειριστεί ως χαρακτήρες, προτιμώντας, δυστυχώς, να εκμεταλλευτεί αυτά τα παιδιά ως σύμβολα. Κι όμως, η αλήθεια ήταν μπροστά στα μάτια μας εξ αρχής. Χρειαζόμασταν απλά το Δράμα.

Βαθμοί: 4

«Βερολίνο, αντίο»: «Εβλεπα ειδήσεις; Οι άνθρωποι είναι κακοί. Έβλεπα ντοκιμαντέρ; Οι άνθρωποι είναι κακοί. Και ίσως και να ήταν αλήθεια, και οι ενενήντα εννιά στους εκατό να είναι κακοί. Το περίεργο όμως ήταν ότι ο Τσικ κι εγώ στο ταξίδι μας συναντούσαμε συνέχεια μόνο καλούς». Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Βόλφγκαγκ Χέρντορφ «Βερολίνο, γεια» (εκδόσεις Κριτική –άγνωστα τα αίτια της διχογνωμίας στις ελληνικές μεταφράσεις του τίτλου) και δίνει, μεμιάς, ένα στίγμα. Το στόρι έχει ως εξής: Ο δεκατετράχρονος Μάικ προέρχεται από μία πλούσια μεγαλοαστική οικογένεια του Βερολίνου. Η μητέρα του, αλκοολική, βρίσκεται σε κέντρο αποτοξίνωσης, ενώ ο πατέρας του περνά τις διακοπές του με τη γραμματέα του. Ο καινούργιος του συμμαθητής, o Τσικ, έχει καταγωγή από τη Ρωσία και βρωμάει αλκοόλ. Σύντομα, οι δύο φίλοι αποφασίζουν να πάνε διακοπές μαζί μ’ ένα κλεμμένο αυτοκίνητο. Είναι εμφανώς αταίριαστοι: ο Μάικ (ερωτευμένος με μια συμμαθήτριά του που δεν γυρνά καν να τον κοιτάξει) είναι ντροπαλός και εσωστρεφής, ενώ ο Τσικ κινείται στο περιθώριο, όντας «ιδιαίτερος» και, κυρίως, αντιδραστικός απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Και κάπως έτσι, ξεκινά η απότομη ενηλικίωση των ηρώων μας, μαζί με τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα.

Γιατί μας συγκινούν τόσο αυτές οι ιστορίες, από το «Στάσου πλάι μου» μέχρι αυτή τη νέα ταινία του ικανότατου Φατίχ Ακίν; Προφανώς, υπάρχει πάντα το ζήτημα της χαμένης μας παιδικότητας και της ανέφικτης επιστροφής σε αυτήν, ένας μάταιος νόστος. Μάταιος γιατί η παιδικότητα μέσα μας χάνεται από τη στιγμή που αποκτάμε τη συνείδησή της: Το παιδί δεν την αντιλαμβάνεται ως παιδικότητα γιατί απλώς τη ζει, και μια τέτοια αντίληψη μαρτυρά ούτως η άλλως μια αυστηρά ενήλικη διεργασία εκλογικεύσεως. Ετσι τι μας απομένει; Η αναπόληση των δικών μας στιγμών. Και ιστορίες όπως αυτή που αφηγείται ο Ακίν στην κορυφαία ίσως μυθοπλαστική του στιγμή ίσως γιατί στο «Βερολίνο, αντίο» η ματιά του δείχνει να κουβαλά ένα ιδιαίτερο αναμνησιακό φορτίο. Ετσι η συσσώρευση των κλισέ που συναντάμε σχεδόν σε κάθε τέτοια νεανική κομεντί (το όμορφο κορίτσι που αγνοεί τον ήρωα, το πάρτι στο οποίο δεν τον καλούν ποτέ, τα σκατολογικά αστεία και τα πρώτα φιλιά) λειτουργεί ακριβώς επειδή αυτά υποστηρίζονται από μια εξόφθαλμη ειλικρίνεια. Στη διαδρομή αυτή ακολουθούν οι ηθοποιοί: οι Τρίσταν Γκέμπελ και Ανάντ Μπάντμπιλεκ φέρνουν στους ρόλους τους μια αυθεντική ζωντάνια –κι εμείς είμαστε μαζί τους από το πρώτο λεπτό.

Δυστυχώς, ο Βόλφγκαγκ Χέρντορφ δεν πρόλαβε να δει αυτό το φιλμ. Εχοντας ολοκληρώσει αυτό το μοναδικό μανιφέστο νεανικής ευαισθησίας ενώ υπέφερε από ισχυρούς σωματικούς πόνους (ο καρκίνος τον βρήκε το 2010 ενώ τα τελευταία χρόνια μοιραζόταν τις σκέψεις του στο προσωπικό του ιστολόγιο), ο μεγάλο αυτός συγγραφέας αποφάσισε να εγκαταλείψει οικειοθελώς τα εγκόσμια στα 48 του χρόνια τον Αύγουστο του 2013. Και όμως η ιστορία του «Βερολίνο, αντίο», γεμάτη νεανικές μυρωδιές, θα υπάρχει πάντα για να μας υπενθυμίζει πως το μόνο που έχει αξία είναι αυτό που συμβαίνει τώρα.

Βαθμοί: 7