Η εικοσάχρονη Ρετζίνα Ελσι από την κομητεία Τσέιμπερς της Αλαμπάμα χρειαζόταν δουλειά. Σχεδίαζε να παντρευτεί και είχε πολλές άλλες υποχρεώσεις –να ξοφλήσει το καινούργιο της αυτοκίνητο, να πληρώνει το ενοίκιο στο σπίτι όπου έμενε με τον αρραβωνιαστικό της, να αγοράζει παιχνίδια για τον σκύλο της, και αν όλα πήγαιναν όπως τα σκεφτόταν, να μαζέψει τα χρήματα για τον γάμο των ονείρων της και για εκείνο το νυφικό αξίας 4.000 δολαρίων που της πήγαινε τόσο πολύ. Ετσι, πέρσι, έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο.

Είχε επιλογές επειδή στην κομητεία Τσέιμπερς σημειωνόταν μια βιομηχανική αναγέννηση. Αυτή η γωνιά των Νοτιοανατολικών ΗΠΑ με τους 34.000 κατοίκους είχε πληγεί βαριά από την κατάρρευση της υφαντουργίας στις αρχές του αιώνα. Ομως οι ντόπιοι αξιωματούχοι πρόσφεραν φορολογικές ελαφρύνσεις και άλλα κίνητρα και ξανάκαναν την περιοχή ελκυστική παράγοντας εξαρτήματα για τα εργοστάσια της νοτιοκορεάτικης αυτοκινητοβιομηχανίας. Νέα εργοστάσια ξεφύτρωσαν για το εργοστάσιο της Hyundai στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα και της Kia στο Ουέστ Πόιντ της Βιρτζίνια. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία στην κομητεία Τσέιμπερς έπεσε από 19,4% τον Φεβρουάριο του 2009 στο 5,5% πέρσι. Ομως οι συνθήκες που συνάντησε η Ρετζίνα στην αυτοματοποιημένη γραμμή παραγωγής ήταν πολύ μακριά από εκείνες που ονειρεύονταν όσοι πήγαιναν να ακούσουν τον Ντόναλντ Τραμπ στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις. Η κοπέλα βρήκε δουλειά ως προσωρινή υπάλληλος με ωρομίσθιο 8,50 δολάρια σύμφωνα με τους συγγενείς της. Και η δουλειά αυτή τη σκότωσε.

Δώδεκα ώρες κάθε μέρα

Στις 18 Ιουνίου 2016, Σάββατο ήταν, ένα ρομπότ που επέβλεπε η Ρετζίνα στο εργοστάσιο κατασκευής εξαρτημάτων για οχήματα Ajin USA στην Κουσέτα της Αλαμπάμα σταμάτησε να λειτουργεί. Η γυναίκα μαζί με τρεις συναδέλφους της προσπάθησαν να το επιδιορθώσουν, πλησιάζοντας πολύ τη μηχανή. Οταν το ρομπότ επανήλθε σε λειτουργία, ξαφνικά, συνέθλιψε τη νεαρή γυναίκα. Η Ρετζίνα άφησε την τελευταία της πνοή την επόμενη μέρα όταν την αποσύνδεσαν από το μηχάνημα μηχανικής υποστήριξης. Η μητέρα της, Εϊντζελ, βρισκόταν στο πλευρό της.

Επειτα από έρευνα η Υπηρεσία Εργατικής Ασφάλειας και Υγείας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εργατικό δυστύχημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. «Ολοι θα πρέπει να μάθουν τι συμβαίνει μέσα σε αυτά τα εργοστάσια», λέει η 43χρονη μητέρα της, νοικοκυρά, που κάποτε εργαζόταν κι εκείνη για ένα από τα εργοστάσια της κορεατικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην Αλαμπάμα. «Εχω δει πολλούς ανθρώπους να τραυματίζονται και να χάνουν τη ζωή τους».

Η ζωή και ο θάνατος της Ρετζίνα Ελσι αποκτούν ιδιαίτερη σημασία καθώς ο πρόεδρος Τραμπ θέλει να «κάνει την Αμερική και πάλι μεγάλη», αυξάνοντας τις βιομηχανικές θέσεις εργασίας. Με την αυτοματοποίηση να εξαπλώνεται και τον συνδικαλισμό σε ύφεση οι βιομηχανικές δουλειές δεν εγγυώνται πλέον μια ασφαλή ζωή για τη μεσαία τάξη όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Οι περισσότερες από τις νέες θέσεις εργασίας έχουν χαμηλούς μισθούς και είναι προσωρινές. Οι υπηρεσίες εύρεσης εργασίας συχνά στέλνουν στα εργοστάσια εργάτες με χαμηλή εκπαίδευση ή εμπειρία και πολύ εύκολα μπορούν να εμπλακούν σε ατυχήματα.

Το καθεστώς που διέπει τη σχέση ενός εργάτη με το εργοστάσιο φαίνεται από το χρώμα της φόρμας που φορά. Αυτό ίσχυε και για την Ελσι. Αν και εργαζόταν στο Ajin, νοτιοκορεάτικη μονάδας κατασκευής εξαρτημάτων για αυτοκίνητα που στέλνει στη Hyundai και την Kia και αποτελεί τον μεγαλύτερο ιδιωτικό εργοδότη της κομητείας Τσέιμπερς, η Ελσι δεν εθεωρείτο υπάλληλος της Ajin. Φορούσε το μπλε πουκάμισο της Alliance Total Solutions, η οποία μαζί με μια άλλη υπηρεσία εύρεσης εργασίας, την Joynus Staffing, παρέχει τους 250 από τους σχεδόν 800 εργάτες του εργοστασίου.

Στις αρχές του 2016, γράφουν οι «Financial Times», η Ελσι εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή. Ομως οι απαιτήσεις αυξάνονταν. Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της δούλευε 12ωρες βάρδιες, επτά ημέρες την εβδομάδα, ελπίζοντας να αποκτήσει εμπειρία και να κερδίσει μια μόνιμη θέση εργασίας και ωρομίσθιο 12 δολαρίων. Μοναδική ανάσα τα ημίωρα διαλείμματα για μεσημεριανό και, κάποιες φορές, η οκτάωρη βάρδια της Κυριακής. Αλλιώς ήταν όλη μέρα στο πόδι. «Ηταν πάντα κουρασμένη», λέει η μητέρα της. «Ερχόταν σπίτι, έβγαζε τα παπούτσια της και της έτριβα τα πόδια. Μου έλεγε συνέχεια ότι την πονούσαν».

Ιστορία ατυχημάτων

Ο θάνατος της Ελσι σημειώθηκε σχεδόν ένα χρόνο αφότου ο Ντέιβιντ Μάικλς, υφυπουργός Εργασίας,στη διάρκεια επίσκεψής του στην Κορέα το 2015 προειδοποιούσε τους αξιωματούχους της Hyundai και της Kia για τις επικίνδυνες συνθήκες απασχόλησης στα εργοστάσιά τους στο αμερικανικό έδαφος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα εργατικά ατυχήματα στα εργοστάσια των δύο αυτών εταιρειών στην Αλαμπάμα και την Τζόρτζια το 2015 και το 2016 είχαν ως αποτέλεσμα 12 ακρωτηριασμούς –ο ένας στο πόδι και οι υπόλοιποι στα δάχτυλα των χεριών.

Τον Δεκέμβριο η Υπηρεσία Εργατικής Ασφάλειας και Υγείας επέβαλε πρόστιμο 2,5 εκατ. δολαρίων στην Ajin για 23 παραβιάσεις ομοσπονδιακών κανόνων ασφαλείας, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν «σκόπιμοι», όπως στην περίπτωση της Ελσι. Οι Αρχές κατηγόρησαν την Ajin ότι δεν κατόρθωσε να επιβάλει τους κατάλληλους ελέγχους ώστε να εμποδίσει τα μηχανήματα να επαναλειτουργούν την ώρα που τους γίνεται σέρβις ή όταν τα πλησιάζουν οι εργάτες. Η οικογένεια της Ελσι υπέβαλε μήνυση ζητώντας αποζημίωση από την Ajin και την Joynus. Μέχρι στιγμής οι δύο εταιρείες έχουν πληρώσει στις Αρχές πρόστιμο 33.500 δολαρίων.

Ο δρ Μάικλς που παραιτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου κατηγορεί για ανυπαρξία κανόνων ασφαλείας στις πρακτικές της Hyundai και της Kia που ασκούν τεράστιες πιέσεις στην αλυσίδα παραγωγής. «Απ’ όσο γνωρίζω δεν υπάρχουν απαιτήσεις για ασφάλεια», είπε. «Κάπως έτσι εργάζονται στο Μπανγκλαντές».

Η βρετανική εφημερίδα ζήτησε το σχόλια εκπροσώπου της Hundai και εκείνος παρέπεμψε στη δήλωση που έκανε η εταιρεία μετά τον θάνατο της Ελσι όπου είχε εκφράσει συλλυπητήρια σημειώνοντας ότι οι εταιρείες κατασκευής εξαρτημάτων υποχρεώνονται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Υπηρεσίας Εργατικής Ασφάλειας και Υγείας.

Η μητέρα της Ελσι λέει ότι σταμάτησε να εργάζεται σε ένα άλλο νοτιοκορεάτικο εργοστάσιο κατασκευής εξαρτημάτων για αυτοκίνητα επειδή δεν άντεχε τη διαρκή πίεση. Επί σχεδόν ένα χρόνο χειριζόταν τέσσερα μηχανήματα ταυτόχρονα. «Εάν άφηνα για λίγο ένα μηχάνημα, ένας από τους Νοτιοκορεάτες ερχόταν και μου φώναζε», περιγράφει. Εάν κάποιο ρομπότ σταματούσε, προσθέτει, οι εργάτες διακινδύνευαν να τραυματιστούν μπαίνοντας μέσα στον χώρο ασφαλείας για να φτιάξουν το πρόβλημα και να μην υποστούν τιμωρία.

Ο φαύλος κύκλος

Αυτού του είδους η εργοστασιακή κουλτούρα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην κομητεία Τσέιμπερς. Ιστορικά η εκβιομηχάνιση της περιοχής μετά τον εμφύλιο πόλεμο αποτελούσε μέρος της προσπάθειας δημιουργίας του «νέου Νότου». Ελπίζοντας να ξεπεράσουν τα εργοστάσια του Βορρά, οι ντόπιοι επιχειρηματίες έφτιαξαν βαμβακουργεία στην Ανατολική Αλαμπάμα, αξιοποιώντας την υδάτινη ενέργεια του ποταμού Τσαταχούτσι, που αποτελεί τμήμα του συνόρου με την Τζόρτζια. Τελικά προέκυψε η εταιρεία West Point που παρήγε το βαμβάκι με το οποίο κατασκεύαζαν καλύμματα για τις άμαξες και τέντες.

Αρχικά μόνο λευκοί εργάζονταν στα βαμβακουργεία της. Δεν επιτρεπόταν η δημιουργία συνδικάτων. Η εταιρεία έφτιαχνε σπίτια, σχολεία και αθλητικές εγκαταστάσεις ενώ παρείχε και υγειονομική φροντίδα. Υπήρχε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα. Ομως στη δεκαετία του 1990 από τα βαμβακουργεία χάθηκαν 20.000 θέσεις εργασίας και γι’ αυτό δόθηκαν κίνητρα σε άλλου είδους βιομηχανίες να εγκατασταθούν εκεί. Ομως σχεδόν το 1/5 όλων των βιομηχανικών θέσεων ήταν προσωρινές. «Είχαμε συνηθίσει τόσο στην πλήρη απασχόληση στην υφαντουργία που έπρεπε να προσπαθήσουμε πολύ να συνηθίσουμε στη νέα κατάσταση», λέει η Βάλερι Γκρέι, διευθύντρια της αναπτυξιακής Αρχής της κομητείας.

Αλλοι έχουν ακόμα αμφιβολίες και θεωρούν ότι υπάρχει ένας φαύλος κύκλος. Ο Γουέιν Φλιντ, ιστορικός της Αλαμπάμα, θεωρεί πως η πολιτεία δεν έχει μπορέσει να αφομοιώσει τα μαθήματα του παρελθόντος. Η πολιτεία από τον 19ο αιώνα προσπαθεί να προσελκύσει βιομηχανικές μονάδες με χαμηλή φορολογία, κυβερνητική βοήθεια και φθηνή εργασία χωρίς συνδικαλισμό. Ως αποτέλεσμα, ποτέ δεν έχει κατορθώσει να συλλέξει αρκετά έσοδα ώστε να χρηματοδοτήσει το εκπαιδευτικό σύστημα που χρειάζεται για να βελτιωθεί ουσιαστικά η κατάσταση. «Το μόνο που έχουμε να πουλήσουμε είναι χειρωνακτική εργασία», λέει ο Φλιντ. «Δεν έχουμε να πουλήσουμε μυαλά».

Οσοι εργάζονται στα εργοστάσια της περιοχής βιώνουν τον φόβο των ατυχημάτων. Λίγο καιρό πριν το θάνατό της, η Ρετζίνα τρώγοντας μια ημέρα με την μητέρα της τής είπε «εάν μου συμβεί κάτι, να μη συνδέσετε με μηχάνημα. Να με αφήσετε να πεθάνω». Η μητέρα της σήμερα αποκαλύπτει πως η κόρη της ίσως προαισθανόταν κάτι. Οταν οι γονείς της κοπέλας δέχθηκαν το τηλεφώνημα από το εργοστάσιο ότι κάτι συνέβη στη Ρετζίνα, έσπευσαν εκεί. Ακολούθησαν το ασθενοφόρο που μετέφερε την κόρη τους στο νοσοκομείο. Στην αρχή η μητέρα είχε ελπίδες, όμως όταν ένας γιατρός την ενημέρωσε ότι η νεαρή είναι εγκεφαλικά νεκρή, ήξερε τι έπρεπε να κάνει. «Τη χάιδεψα και τη φίλησα για τελευταία φορά και την παρακολούθησα να αφήνει την τελευταία της πνοή καθώς είπα να την αποσυνδέσουν από το μηχάνημα»…