Οπως όλες οι αξιόλογες μορφές τέχνης, έτσι και το ελληνικό θέατρο σκιών διαθέτει μιαν εξαιρετικά συγκροτημένη δομή, υπακούει σε χιλιοδοκιμασμένα μοτίβα που μοναχά εάν ξεχειλίζεις από ταλέντο δικαιούσαι να παραβιάσεις.

Οι κωμωδίες του Καραγκιόζη ξεκινούν κι εξελίσσονται κατά τον ίδιο τρόπο: η κοινωνία –ο χώρος δηλαδή ανάμεσα στο σεράι και στην παράγκα –αντιμετωπίζει κάποιο οξύτατο πρόβλημα. Ο Καραγκιόζης νιώθει κίνδυνο, συνάμα δε οσμίζεται ευκαιρία. Από τη μια διαισθάνεται ότι εκείνος θα πληρώσει τα σπασμένα, από την άλλη ελπίζει πως θα επωφεληθεί από την κρίση, θα καβαλήσει το κύμα και θα σωθεί για πάντα από τη φτώχεια και από τη μιζέρια. «Ξύλο θα φάμε πάλι!» πασχίζει να τον συγκρατήσει ο Χατζηαβάτης. Κι όσο τον συγκρατεί –για μερικά λεπτά της ώρας δηλαδή –παρελαύνουν οι υπόλοιποι ήρωες κι αποπειρώνται να βγάλουν εκείνοι το φίδι από την τρύπα, να δώσουν έστω μια σωτήρια συμβουλή.

Καθένας με την ιδιοσυγκρασία και με το τραγούδι του. Ο Μπαρμπαγιώργος, αψύς φουστανελάς, λαχταρά να επιβάλει τη λεβεντιά του συνοδεία τσάμικου. Ο Σιορ Διονύσιος, ζακύνθιος αριστοκράτης, νομίζει ότι θα θαμπώσει τους πάντες με την ευρωπαϊκή παιδεία και με τις καντάδες του. Ο κουτσαβάκης Σταύρακας –είδος που ανέκαθεν έθαλλε στην πατρίδα μας –πρεσβεύει την τζάμπα μαγκιά. Ενώ ο Εβραίος Σολομών εκπροσωπεί έναν διαφορετικό πολιτισμό, δυσνόητο και άρα αντιπαθή σε πολλούς…

Η τηλεόρασή μας έχει επηρεαστεί βαθιά από το θέατρο σκιών. Εχει υιοθετήσει μεταξύ των άλλων και την παρέλαση χαρακτηριστικών τύπων από τα «παράθυρά» της. Τους θεωρούν προφανώς οι διευθυντές των καναλιών διασκεδαστικούς, πικάντικους, αλατοπίπερο στις ειδήσεις και στις ενημερωτικές εκπομπές. Ασε που οι «τύποι» παρέχουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν. Εάν πολιτεύονται μάλιστα, ιδίως στην περιφέρεια, δεν το έχουν σε πολύ και να πληρώσουν προκειμένου να εμφανιστούν στην οθόνη.

Οι «τύποι» διακρίνονται σε δύο χονδρικά κατηγορίες. Από τη μία, οι ευκαιριακοί. Κι από την άλλη, οι μόνιμοι.

Οι ευκαιριακοί περνιούνται για φωστήρες σε κάποιον τομέα, καλούνται συνεπώς να μας δώσουν τα φώτα τους όποτε συμβαίνει κάτι σχετικό. Διεθνολόγοι, σεισμολόγοι, ιατροί πάσης ειδικότητας, παπάδες, ακτιβιστές, ψυχολόγοι, μέχρι και παραψυχολόγοι. Πρόκειται πράγματι για κορυφές στο είδος τους; Πολύ αμφίβολο. Βασικό άλλωστε κριτήριο των καναλιών που τους προσκαλούν αποτελεί η τηλεοπτικότητά τους. Το «να τα λένε». Να μην κομπιάζουν, να μην μπαίνουν σε επιστημονικές λεπτομέρειες που θα κούραζαν το κοινό, να έχουν διάθεση να τσακωθούν «στον αέρα» με όποιον τυχόν τους αντικρούσει. Κυρίως δε να μην είναι ούτε στο ελάχιστο καθησυχαστικοί.

Πώς θα ανεβεί η αδρεναλίνη άμα ο σεισμολόγος σε διαβεβαιώσει ότι ο Εγκέλαδος ξαναέπεσε για ύπνο; Εάν ο επιδημιολόγος διευκρινίσει ότι δεν αντιμετωπίζουμε πανδημία, αλλά μια αναμενόμενη, εποχική γρίπη; Εάν ο παλαίμαχος ραλίστας δεν σούρει τα εξ αμάξης σε όλους τους έλληνες οδηγούς, προειδοποιώντας τους ότι από στιγμή σε στιγμή θα στουκάρουν;

Οι μόνιμοι κυριολεκτικώς ξημεροβραδιάζονται στα κανάλια. Ο κόσμος έχει λησμονήσει την αρχική τους ιδιότητα –συγγραφείς; Ηθοποιοί; Φιλόσοφοι; –και τους αντιμετωπίζει σαν οικείες φιγούρες που κάθε βράδυ σφάζονται επί παντός του επιστητού. Οι μόνιμοι έχουν τακιμιάσει με τις μακιγιέζ, ξέρουν να στρέφουν στην κάμερα το καλό τους προφίλ, έχουν στη γειτονιά τους τον περιπτερά μυστικοσύμβουλο –«τα σώβρακα τους πήρες πάλι χθες!», «πρόσεξε γιατί ο άλλος, ο καράφλας, χτυπάει κάτω απ’ τη μέση!». Εχουν κυρίως μια γυναίκα ή έναν άντρα που δεν τους αντέχει –υποψιάζομαι –μέσα στα πόδια του και τους στέλνει, αντί για το καφενείο, στο στούντιο…

Δεν αμφιβάλλω πως το να πιάνεις στασίδι στην τηλεόραση μπορεί να σε ωφελήσει τα μέγιστα. Αρκετοί εξελέγησαν χάρη στην αναγνωρισιμότητά τους βουλευτές, ένας –αμολώντας κάθε βράδυ αρχαιοελληνικούρες στα πάνελ –έγινε υφυπουργός. Ας μην ξεχνάμε δε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα μας καθόταν στον σβέρκο ως πλανητάρχης αν δεν τον είχε μάθει όλη η Αμερική από το σόου του…

Σε φθείρει ωστόσο απερίγραπτα. Σε καταντάει άνθρωπο όχι της σκέψης αλλά της ατάκας, ο οποίος γκαζώνει ολοένα και περισσότερο για να μην τον βαρεθεί το κοινό. «Καλύτερα γραφικός παρά πληκτικός» είναι το ανομολόγητο σλόγκαν των τηλεοπτικών «τύπων».

Δεν μιλάω εκ του ασφαλούς. Σύχνασα κι εγώ για ένα φεγγάρι στην τηλεόραση, σε παλαιότερες και πιο αθώες –προ κρίσης –εποχές. Ωσπου συνειδητοποίησα ότι κινδύνευα να γίνω πιο γνωστός από τα γραπτά μου. Να εξελιχθώ σε μια αναλώσιμη φάτσα. Και το έκοψα με το μαχαίρι.

Σας ικετεύω. Μην αποδέχεστε τηλεοπτικές προσκλήσεις, εκτός κι αν έχετε να μιλήσετε για κάποιο έργο σας ή να προωθήσετε μια κοινωνική σας δράση. Και τον εαυτό σας θα προστατεύσετε. Και τα κανάλια θα βοηθήσετε. Μπορεί, ελλείψει «τύπων», να αναγκαστούν να παράγουν ένα πρόγραμμα πιο ουσιαστικό.