Το περιοδικό «New Yorker» παρουσίασε στο τελευταίο του τεύχος μια μελέτη με τίτλο «Γιατί τα πραγματικά γεγονότα δεν μας αλλάζουν γνώμη». Σε αυτό υποστηρίζει πως εδώ και δεκαετίες οι επιστήμονες έχουν καταλήξει στο ότι άπαξ κι ένας άνθρωπος έχει διαμορφώσει μια συγκεκριμένη άποψη, αυτή λαμβάνει χαρακτηριστικά εμμονής. Ακόμη κι όταν τους παρουσιάζονται αποδεικτικά στοιχεία που αντικρούουν μια διαμορφωμένη άποψη, οι άνθρωποι αδυνατούν να αναθεωρήσουν τον τρόπο σκέψης τους για λόγους που έχουν να κάνουν με την κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και του ανθρώπινου εγκεφάλου μέσα στον χρόνο. Οι έρευνες αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι λαμβάνουν μια έκρηξη ντοπαμίνης όταν γίνονται δέκτες πληροφοριών που υποστηρίζουν κι ενισχύουν τις απόψεις τους και καταλήγουν στο ότι –ειδικά στην πολιτική –το να παρέχεις ακριβείς πληροφορίες και γεγονότα δεν βοηθά ιδιαίτερα. Προτιμότερη ίσως είναι μια επίκληση στο συναίσθημα.

Η προοδευτική Αμερική βιώνει ήδη τους πρώτους μήνες της προεδρίας Τραμπ και προσπαθεί να κατανοήσει την έννοια των «εναλλακτικών» γεγονότων που εισήγαγε η ομάδα του νέου πλανητάρχη. Κι ο δυτικός κόσμος, μετά τα ψέματα που οδήγησαν στο Brexit κι απειλούν τη σταθερότητα της Ευρώπης και των άλλων δημοκρατιών, προσπαθεί να βρει το αντίδοτο στον καταιγισμό ψεύτικων ειδήσεων, πληροφοριών και αναλύσεων που παράγονται από προπαγανδιστικές μηχανές ραμμένες πάνω στις ανάγκες ψηφοφόρων που επιθυμούν την κατάρρευση των συστημάτων εξουσίας.

Στην ελληνική πραγματικότητα, η σημασία των στατιστικών και των πραγματικών δεδομένων δεν υπήρξε ποτέ το δυνατό στοιχείο στην πολιτική αντιπαράθεση –το αποδεικνύει το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα δεν κατέληξε ποτέ σε μια βασική παραδοχή για το πώς φτάσαμε στη χρεοκοπία, ποιες λάθος συνταγές εφαρμόστηκαν και ποιο είναι ένα ασφαλές σχέδιο εξόδου από την κρίση. Αυτό βέβαια εξηγεί και την ευκολία με την οποία οι κυβερνώντες αποφασίζουν να βγουν έξω στην κοινωνία και να βαφτίσουν την πρόσφατη συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς ως «τέλος της λιτότητας» και «τέλος της κρίσης». Τα πανηγυρικά κυβερνητικά non paper –μαζί με πρόθυμα μέσα ενημέρωσης που αναπαρήγαγαν το περιεχόμενό τους –ανακάλυψαν το «ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα», μια θεωρία σύμφωνα με την οποία ό,τι χαθεί από συντάξεις ή αφορολόγητο θα αναπληρωθεί από τη μείωση π.χ. του ΕΝΦΙΑ. Προφανώς, πρόκειται περί παραμυθιού: εάν δηλαδή ένας συνταξιούχους χάσει 200 ευρώ τον μήνα από τη σύνταξή του κι άλλα 50 ευρώ από τη μείωση του αφορολογήτου, θα κερδίσει και 200 ευρώ τον χρόνο από τη μείωση 20% του ΕΝΦΙΑ (εάν υποθέσουμε ότι πληρώνει 1.000 ευρώ τον χρόνο για το σύνολο της ιδιοκτησίας του). Χάνει δηλαδή 2.500 ευρώ τον χρόνο κι αυτό το «αντισταθμίζει» με 200.

Εάν τα κυβερνητικά ψεύδη είναι τόσο προφανή, τότε σε ποιους απευθύνονται; Προφανώς στην ψυχή ενός σκληρού πυρήνα οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε ένα ευρύτερο αντισυστημικό κομμάτι ψηφοφόρων που αποστρέφεται τα παλιά κόμματα εξουσίας και βλέπει τη φτωχοποίηση των άλλων ως ευκαιρία απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης. Πρόκειται όμως για αυτούς που έχουν ίσως πληρώσει βαρύτερα από όλους την κρίση κι αυτούς που πλήττονται παραπάνω από τη διαιώνισή της. Κι αυτό είναι πραγματικό δεδομένο.