Η είδηση απλή, λιτή και περιεκτική. «Εισαγγελέας διέταξε τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας σε βάρος επικεφαλής μεγάλου ασφαλιστικού ταμείου, επειδή ο τελευταίος αρνήθηκε να δεχτεί τις αιτήσεις ασφαλισμένων που ζητούσαν συμψηφισμό των οφειλών τους με ομόλογα του Aρτέμη Σώρρα». Δεν θα τη σχολιάσω.

Ο όρκος των Φίλων του Σώρρα είναι αρκετά περίπλοκος για τον απλό ανθρώπινο νου, και σ’ αυτό θα ‘θελα λίγο να σταθώ. Ακούστε:

«Τάσσομαι και αφοσιώνομαι εις τον λόγον της ενότητας του πανάγαθου άρχοντος φωτός. Με καρδιά και ψυχή συντονισμένη στις φωτεινές δυνάμεις του Διός ορκίζομαι στη συμπαντική συνειδητότητα και νομοτέλεια ως μονάδα στην ένωση όλων των ιερών ψυχών όπου η δύναμή τους είναι το κοσμικό πυρ». Λένε κι άλλα εξίσου δυσνόητα και μεγαλόσχημα για να καταλήξουν στο ανατριχιαστικό «Αν παραβώ τον όρκο μου όλος ο κυτταρικός ιστός του σώματός μου να διαλυθεί σε χώμα και λάσπη».

Καλέ τι μας λες. Που θα πιάσεις εσύ στο στόμα σου τον κυτταρικό μου τον ιστό. Θα μπορούσε να τους πει ένας απλός άνθρωπος του λαού έτσι τουλάχιστον όπως έχουμε στο κεφάλι μας την εικόνα του απλού λαού.

Η εικόνα της ορκωμοσίας όμως άλλο δείχνει. Ενας καφενές με τζαμαρία στον δρόμο, τις γνωστές συνονόματές του καρέκλες, καθρέφτες βαλμένοι για ανεξιχνίαστους λόγους πάνω απ’ το ύψος του κεφαλιού, λαμπάκια να κρέμονται γύρω γύρω σε χρώμα κόκκινο να μην ξέρεις αν τα κρέμασαν για τα Χριστούγεννα ή μπήκαν εκεί από έναν επίδοξο ντεκορατέρ για μια μικρή υπόμνηση οίκου ανοχής που πάντα διεγείρει το ανδρικό κοινό.

Τον όρκο τον ξεφώνιζε μια κοπελίτσα ντυμένη μαντάμ σε τόνο διάρρηξης τυμπάνου και το επανελάμβαναν κάτι περίεργοι θαμώνες ντυμένοι σε μια γκάμα από τραγιάσκα μέχρι ζιβάγκο και μαλλιά (αυτοί που διέθεταν τέλος πάντων) οι μισοί χωρίστρα κι οι υπόλοιποι «ό,τι κατάφερε η κουβέρτα κι ό,τι στράβωσε το μαξιλάρι». Ενας δε κατά τη διάρκεια του ξεφωνητού, τον είχε πάρει λίγο κοιμόταν του καλού καιρού, μέχρι που εισβάλλει ξαφνικά ένας πάπαρδος:

–Τον κακό σας τον καιρό, αντίχριστοι, που ορκίζεστε στον Δία.

Γιατί, όπως προείπαμε, οι Φίλοι του Σώρρα ορκίζονταν στο φως του Διός που ως γνωστόν είναι και άχραντον.

Εγώ τον Απόλλωνα ήξερα για θεό του Φωτός αλλά δεν θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα. Πέντε πάνω – πέντε κάτω. Αλίμονο, ξένοι είμαστε;

Κι εκεί άρχισε το παράλογο να παίρνει το απάνω χέρι. Σηκώνεται ένας, δεν τον καλοείδα στο πλάνο αλλά από φωνή «όλα τα ξεύρω, όλα τα μαχαιρώνω» ο μπαγάσας, και τι λέει στον παπά;

–Σε πονάει γιατί ο Δίας δεν είναι Εβραίος;

Από κει και πέρα έχασα κάθε επαφή με την πραγματικότητα κι άρχισα να σκέφτομαι τα πολύ προσωπικά μου.

Λέω, κοίτα να δεις, αυτοί οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι που έβγαλαν τον Τσίπρα, οι ίδιοι που θα ψηφίσουν Μητσοτάκη και οι ίδιοι που θα κάνουν τον σταυρό τους μόλις περνάνε από εκκλησία και μετά με το ίδιο χέρι θα ορκίζονται στον Δια.

Και είπα Οχι. Οχι και πάλι Οχι. Δεν θα με κάνετε εσείς να πάψω να πιστεύω στη Δημοκρατία. Να ‘στε σίγουροι, σας ορκίζομαι. Ορκίζομαι στον Κρίσνα.

Χάρε Κρίσνα.

Ελα Χάρε πάρε με.