Και να που φτάσαμε εδώ.

Αποσκευές μας το ομιχλώδες παρελθόν. Προορισμός το ερεβώδες μέλλον!

Η τελευταία ημέρα του χρόνου έχει πάντα τη θλίψη ενός ατέλειωτου χωρισμού.

Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που ψάχνω στο σκοτάδι τους δασκάλους που «φύγαν» να με οδηγήσουν σαν τον τυφλό με προτεταμένα τα χέρια στο «αύριο».

n Ο Τάκης ο Χαραλαμπίδης, από τους κορυφαίους δημοσιογράφους του αθλητικού ρεπορτάζ, μέχρι και το τελευταίο σχόλιό του στην «Ομάδα» τον Μάρτιο του 2001 κατέκρινε τα παράνομα και τα παράδοξα του ποδοσφαίρου· η κλασική του φράση «ποδόσφαιρο με δεκανίκια» εικονογραφούσε δηκτικά την «τότε» εικόνα του δημοφιλούς αθλήματος στην Ελλάδα. Ο Τάκης Χαραλαμπίδης άφησε την τελευταία πνοή του τον Νοέμβριο του 2001 και από τότε το ελληνικό ποδόσφαιρο εξακολουθεί να σέρνεται, όχι πια με δεκανίκια αλλά με «πι». Δεν ευτύχησε ο φωτισμένος δημοσιογράφος να δει την κατάκτηση του Euro· δεν πρόλαβε να δει Μουντιάλ με Ελλάδα να νικάει. Οι παρενθέσεις της Γαλανόλευκης ήταν φάροι σε καταιγίδα, που όμως έσβησαν τη μοιραία στιγμή: όταν το πλοίο έδειχνε πως πάει να καβατζάρει τα βράχια.

Το 2004, από τη χαραμάδα μιας επιτυχίας ξεχύθηκε ένα μελτέμι αισιοδοξίας, που όμως μεταβλήθηκε σε σαρωτικό βοριά. Οι σύλλογοι βαριανασαίνουν στις ανηφοριές της Ευρώπης. Μόνοι στα σύνορα του πανικού παθαίνουν να ταιριάξουν τις ανάσες τους στο καινούργιο κλίμα· μάταια!

n Ο Θοδωρής Σγουρδαίος, δημοσιογράφος με καλλιέργεια και ήθος και κυρίως με αξιοζήλευτο πνευματικό υπόβαθρο, ως διευθυντής της «Ομάδας» μέχρι τα μέσα της 10ετίας του ’80 στα σχόλιά του κατέκρινε τη διαπλοκή στον χώρο του αθλητισμού, την πλημμελή άσκηση δικαιοσύνης και τις εξόφθαλμες ανομίες της εξουσίας. Ο μέγας Σγουρδαίος «ταξίδεψε» το 2010 με τα κύματα του Αιγαίου να του κλείνουν τα μάτια. Η αρμύρα της αλαζονείας της εξουσίας και η νοτιά της αδιαφορίας της Δικαιοσύνης έχουν κατασπαράξει το σκαρί του ελληνικού αθλητισμού, που ρέβει σε απόκρημνες ακτές.

n Ο Πάνος Γεραμάνης, δημοσιογράφος βγαλμένος από καλούπι χειροποίητο, φτιαγμένος από σκληρό μέταλλο στιλπνό, λάτρευε το λαϊκό τραγούδι και το ποδόσφαιρο. «Τίποτα δεν είναι καθαρό στο ποδόσφαιρο, όλα είναι στημένα» έλεγε μέχρι που «έφυγε» να ανταμώσει τους λαϊκούς βάρδους του, το 2005, Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Το ελληνικό ποδόσφαιρο όχι μόνο δεν καθάρισε από τότε αλλά δείχνει πιο λερό από ποτέ!

Και το 2016 τι έφερε; Τις ρήσεις των Δασκάλων να ‘ναι πιο επίκαιρες από ποτέ. Το μονοπώλιο του Ολυμπιακού συνεχίστηκε, δίχως αυτό να σημαίνει ότι αδικήθηκαν οι αντίπαλοί του. Οι εκτός Ελλάδας διασυρμοί ήταν πιστοί στο ραντεβού τους. Και το αείμεταμορφούμενο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, εν Ελλάδι παρουσιάστηκε σε αείσυρρικνούμενο.

Ο κλασικός αθλητισμός έδειξε το χαμόγελό του μέσα από «παράγκες», από λιμνάζοντα νερά, από προκλητική αδιαφορία για το αυθεντικό. Ο κλασικός αθλητισμός βγήκε από τον δρόμο που χρόνια τώρα σέρνεται η Ελλάδα και περιπάτησε επί των κυμάτων. Και; Ποια Κορακάκη, μωρέ; Ποιος Γιαννιώτης; Οι ομάδες μας να κερδίζουν κι όλοι οι άλλοι να πάνε να πνιγούνε…

n Το 2016 ήταν το έτος των επικηδείων. «Εφυγαν» πολλοί, έκαναν να φύγουν κι άλλοι, αλλά έμειναν· ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά. Ακόμα και στους επικηδείους κυριαρχεί το «εγώ». Οι νεκροί, ευτυχώς για όλους τους σαλτιμπάγκους και τους μετά Χριστόν προφήτες, δεν μπορούν να διαψεύσουν ή να επιβεβαιώσουν. Οι νεκροί απλά σιωπούν. Μπροστά από το νεκροκρέβατο του ελληνικού ποδοσφαίρου, άραγε, οι ευυπόληπτοι πρόεδροι θα αδράξουν την ευκαιρία να πουν δυο λόγια για την προσφορά τους στο άθλημα; Θα το κάνουν σίγουρα, όπως και θα λησμονήσουν να μιλήσουν για τα ανυπολόγιστα κέρδη τους!

Γιατί το ποδόσφαιρο πεθαίνει, όπως και η Ελλάδα πεθαίνει και οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί των εγκλημάτων έχουν έτοιμο τον επικήδειο και θα τον διαβάσουν με περισσό θράσος και κομπασμό!

Αυτά περνούν από τον νου τώρα που ακόμα ένας χρόνος στάλαξε στην κλεψύδρα. Απαισιόδοξα, αισιόδοξα δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως κάθε τόσο χάνω τον δρόμο μου κι όπως λέει και ο ποιητής, «στο τέλος πιωμένος παίρνω από πίσω κάποιον από τους νεκρούς μου κι έτσι βρίσκω πάντα το σπίτι μου».

Κι ακόμα το σπίτι μου είναι όρθιο! Και οι «οικείοι» μου συμπαραστάτες κι αρωγοί.

Και μ’ όλα αυτά δεν πρόσεξα πως έχουν περάσει κιόλας τριάντα χρόνια!

Καλή χρονιά!