Καθώς το ελληνικό πεδίο των μέσων μαζικής ενημέρωσης έχει ολοκληρώσει τα πρώτα είκοσι επτά χρόνια από την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, το 2016 ήταν κυριολεκτικά δίσεκτο για όλα τα ελληνικά ΜΜΕ, και ιδίως για τους εργαζoμένους σε αυτά, αφού βιώνουν πλέον με τον χειρότερο τρόπο τις συνέπειες της επταετούς και από ό,τι φαίνεται σπειροειδούς οικονομικής κρίσης που στην πράξη είναι αποτέλεσμα του ανορθολογισμού, της πολιτικοποίησης και του μεταπρατικού χαρακτήρα που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης περιήλθαν από μια φάση ενθουσιασμού, ενδεχομένως και αθωότητας, σε μια φάση έντονου κορεσμού και ανασφάλειας.

Τα ελληνικά ΜΜΕ κτυπήθηκαν βάναυσα όχι μόνον από την οικονομική κρίση και τις τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και από τις παλινωδίες της πολιτικής, καθώς και επειδή έχουν διαρθρωθεί σε ένα πεδίο χωρίς σοβαρές υποδομές, όπως και άλλοι θεσμοί της κοινωνίας μας είτε πρόκειται για την υγεία ή την εκπαίδευση.

Το ζητούμενο είναι αν και κατά πόσον έχουμε μάθει κάτι από τις εξελίξεις της τελευταίας χρονιάς. Ενδεχομένως, ως καθαρόαιμοι φορείς μιας «μεταπρατικής νοοτροπίας», να μην έχουμε αποκομίσει τίποτε, όπως ακριβώς κάναμε τις προηγούμενες δεκαετίες, δηλαδή «προχωράμε κι όπου βγει». Αν το παρελθόν και το παρόν προδιαγράφουν το μέλλον, τότε μια τέτοια διαπίστωση είναι περισσότερο ασφαλής από οποιαδήποτε πρόβλεψη. Αλλωστε, η χώρα μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνεται από το ότι οι κάθε είδους μελέτες μηδαμινή σημασία έχουν για τη χάραξη στρατηγικής, τουλάχιστον στον χώρο της μαζικής επικοινωνίας.

Νέα συνθήκη. Ομως η συνεχιζόμενη κρίση, αφού πλέον έχει υποσκάψει τις ανοχές και τις αντοχές όλων, μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα συνθήκη το επικοινωνιακό πεδίο της χώρας, όπου εκτός από τις γνωστές σκοπιμότητες και επιδιώξεις, να καταγραφεί η απαρχή μιας πλήρους αναδιάταξης του πεδίου, με συγχωνεύσεις των κάποτε θηρίων της ελληνικής επικοινωνίας, εξαγορές, είσοδο νέων παικτών, κυρίως από την ψηφιακή οικονομία κ.ο.κ. Παρόμοιες εξελίξεις έχουν δρομολογηθεί προ πολλού σε άλλες χώρες σε βάθος χρόνου.

Στην Ελλάδα απλώς θα δρομολογηθούν και θα ολοκληρωθούν σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, όπως έχει συμβεί συχνά. Κι αυτό γιατί αφενός η εποχή των «παχιών αγελάδων» έχει τελειώσει προ πολλού και αφετέρου δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέραν της πλήρους αναδιάταξης του πεδίου. Η επέτειος του θανάτου του Χρήστου Λαμπράκη (21/12/2009) έχει σηματοδοτήσει το τέλος εποχής του ελληνικού επικοινωνιακού πεδίου, τουλάχιστον όπως το γνωρίζαμε έως σήμερα. Δυστυχώς η μετάβαση δεν θα είναι αναίμακτη. Θα συμπαρασύρει ως «παράπλευρες απώλειες» πολλούς εργαζομένους στον χώρο των μέσων επικοινωνίας, παραδοσιακών και νέων, θα ζητά ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία αλλά και μεγαλύτερη γνώση του αντικειμένου, με τον «πολυεργαλείο» δημοσιογράφο να αλλάζει συνεχώς ρόλους και να αναπτύσσει νέες μεθοδολογίες για να αντιμετωπίσει τη συμμετοχική δημοσιογραφία των πολιτών.

Ενίσχυση. Σφάλλουν όμως όσοι υποστηρίζουν με χαιρεκακία ότι η επερχόμενη αναδιάταξη θα σημάνει τον θάνατο όλων των εφημερίδων. Κι αυτό γιατί ο Τύπος, όπως και η δημόσια τηλεόραση αποτελούν συστατικό στοιχείο του δυτικού πολιτισμού. Πιο πιθανή είναι η χρηματοδότηση των εφημερίδων ως φορέων που επιτελούν δημόσια κοινωνική υπηρεσία παρά η εγκατάλειψή τους. Ηδη στο εξωτερικό δεν είναι λίγοι αυτοί που εντάσσουν τις εφημερίδες στα «μέσα κοινωνικής υπηρεσίας» και για αυτό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διατηρούνται οι κρατικές επιδοτήσεις ή ενισχύσεις στον Τύπο στην Ευρώπη.

Αν και οποιαδήποτε πρόβλεψη για την πορεία των ελληνικών μέσων επικοινωνίας είναι τόσο επισφαλής όσο και η πρόβλεψη του δελτίου καιρού για το επόμενο τρίμηνο, ιδίως σε μια χώρα της οποίας οι πολίτες και οι πολιτικοί διακατέχονται από έναν αμετροεπή «επικοινωνισμό», είναι πλέον εμφανές ότι τα ελληνικά μέσα εισέρχονται σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών. Το 2017, πιθανώς με κάποιες εξαιρέσεις, θα σηματοδοτήσει την απαρχή μεγάλων αλλαγών στο μιντιακό πεδίο της χώρας.