Στις 18 Οκτωβρίου απεβίωσε ο πατέρας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Το γεγονός πέρασε στα ψιλά –λογικό -, ο εκλιπών δεν αποτελούσε δημόσιο πρόσωπο. Εκείνος ωστόσο, μαζί με την κάποτε σύζυγό του, υπέστησαν όχι μονάχα το χειρότερο πλήγμα που μπορεί να σε βρει στον κόσμο, να πεθάνει το παιδί σου, μα έζησαν και τα όσα επακολούθησαν ως έναν απίθανο, έναν φρικαλέο παραλογισμό.

Στο πεζοδρόμιο της οδού Τζαβέλλα, το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, ένας έφηβος έχασε εκτός από τη ζωή και την προσωπικότητά του. Επαψε να είναι ο Αλέξανδρος για τους γονείς, ο Γκρέγκορυ για τους φίλους του, ο οποίος έπαιζε, διάβαζε, ερωτευόταν έτσι ή αλλιώς, που τον συνάρπαζε αυτό ή εκείνο, που είχε το τάδε χάρισμα και τη δείνα αδυναμία. Ολα του τα χαρακτηριστικά σβήστηκαν ακαριαία. Δεν ήταν πλέον παρά το δεκαεξάχρονο θύμα της αστυνομικής βίας (ή, κατά τους υπερασπιστές των δολοφόνων του, ο έκνομος αλητάμπουρας). Ακόμα και το όνομα του άλλαξαν, ώστε να φτιάξουν σύνθημα: «Κι αυτή η νύχτα είναι του Αλέξη!». Αλέξη δεν τον είχε προσφωνήσει ποτέ κανείς.

Να σε μετατρέπουν με τον θάνατό σου σε εργαλείο, μοχλό, έναυσμα κι άλλοθι, υπάρχει τίποτα πιο ασεβές; Να πατάνε επάνω σου για να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές τους σκοπιμότητες είτε για να εκτονώσουν το μένος τους. Να καίνε, να σπάνε «στη μνήμη σου» ή να οργανώνουν λαμπρές γιορτές και παρελάσεις άνθρωποι που ποσώς ενδιαφέρονται για το ποιος στ’ αλήθεια ήσουν.

«Τι συγκινητικό τραγούδι το “Ο Μπελογιάννης ζει”…» είπα κάποτε στην Ελλη Παππά. «Δεν το αντέχω!» εξερράγη εκείνη. «Ούτε ο Νίκος θα το άντεχε! Χρειάζονταν έναν μάρτυρα, ένα τοτέμ, για να εμπνέει τα πλήθη. Τον έστειλαν όλοι μαζί στο εκτελεστικό απόσπασμα και στη συνέχεια τον παρέστησαν όπως τους βόλευε, τον ύμνησαν και τον ζωγράφισαν με τα κιτς χρώματά τους. Και δεν εννοώ βέβαια το σκίτσο του Πικάσο».

Αμέτρητοι οι νεκροί-μοχλοί, αναρίθμητες οι παραχαράξεις και οι αποσιωπήσεις.

Πέρασαν δεκαετίες μέχρι να αρθρωθεί δημόσια η αλήθεια για τον Λόρκα: πως οι φασίστες δεν τον σκότωσαν τόσο για τις πολιτικές ιδέες όσο για τον ερωτικό του προσανατολισμό.

Ακόμα αιωρείται η υποψία πως ο λαοφιλέστερος κομμουνιστής ηγέτης στην προπολεμική Σοβιετική Ενωση, ο Σεργκέι Κίροφ, δολοφονήθηκε με την ανοχή ή και την εντολή του ίδιου του Στάλιν, που στη συνέχεια τον θρήνησε γοερά, έδωσε το όνομά του στα περίφημα μπαλέτα και τον μεταχειρίστηκε ως αφορμή για να εξοντώσει όλους του τους εσωκομματικούς αντιπάλους στις δίκες της Μόσχας.

Για να μη θυμηθούμε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος κατακρημνίστηκε από τον βράχο της Ακρόπολης από εντολοδόχους της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης, για να κερδίσει στη συνέχεια θέση λαμπρή στο πάνθεον των ηρώων του 1821. Ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο Δυσσέας; Το λιοντάρι της Γραβιάς; Εκείνος που έκανε «καπάκια» με τους Τούρκους; Ή μήπως το ένα δεν αποκλείει το άλλο, αρκεί να έχεις το θάρρος να αντιμετωπίζεις την Ιστορία κατάματα;

Το έχουμε καταλάβει από τα παιδικά μας σχεδόν χρόνια ότι η φράση του Διονύσιου Σολωμού «Το Εθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές» αποτελεί ευχή που ουδέποτε ευοδώθηκε. Μακάρι ωστόσο να έμπαινε ένας φραγμός στην κακοποίηση τουλάχιστον των νεκρών.

«Πώς;» θα μου πείτε. «Αφού άμα πεθάνει κάποιος, δεν είναι πλέον κύριος ούτε του εαυτού του». Ας διατηρούσαν κάποια κυριότητα –ας γίνονταν φύλακες της μνήμης του και της προσωπικότητάς του οι δικοί του άνθρωποι. Οσοι τον ήξεραν. Οσοι τον αγαπούσαν.